7 Φεβρουαρίου 2023

"Come with me για να τη βρεις": Η γλώσσα της νεολαίας των '80ς (Μέρος 2)




Συνεχίζουμε σήμερα με το 2ο μέρος από το αφιέρωμα στην περίφημη "γλώσσα των '80ς", τη γλώσσα που αποτέλεσε κατά τη δεκαετία του '80 μια ιδιότυπη αργκό, της νεολαίας κυρίως αλλά και ευρύτερων στρωμάτων του πληθυσμού.

Το πρώτο μέρος, στο οποίο παρουσιάστηκε το λεξιλόγιο από Α έως Κ, μπορείτε να το δείτε εδώ. Συνεχίζουμε με το δεύτερο μέρος, όπου παρουσιάζονται λέξεις και εκφράσεις από Λ έως και Ω:

μανούλι: Χαρακτηριστική λέξη των '80ς που σήμαινε τη νεαρή και όμορφη κοπέλα, το "πιπίνι" θα λέγαμε σήμερα, αν και οι δύο λέξεις δεν ταυτίζονται πλήρως. Έπαιξε πολύ σε επιθεωρήσεις και (βιντεο)ταινίες (τα γνωστά καλτ b-movies των '80ς), μέχρι που εγκαταλείφθηκε και ξεχάστηκε. Λεγόταν και το "μανουλομάνουλο" σε υπερθετικό βαθμό.

με κούφανε/ κουφάθηκα: Με κατέπληξε με κάτι εξωπραγματικό, τρελό και απίστευτο. Επιβιώνει σε κάποιο βαθμό ως τις μέρες μας.

μηχανόβιος: Στη γνωστή οικογένεια των λέξεων με κατάληξη σε -όβιος (καφενόβιος, μπαρόβιος, φυλακόβιος, ντισκόβιος) ο μηχανόβιος ακουγόταν πολύ τη δεκαετία του '80, αφού η μοτοσυκλέτα ήταν ένα από τα κορυφαία φετίχ της νεολαίας της εποχής, σύμβολο επαναστατικότητας και ανεξαρτησίας. 

μιλάμε για...: Έκφραση που συνηθιζόταν πολύ στα '80ς. "Μιλάμε για μεγάλο κόπανο" ή "μιλάμε για πολύ φάση δικέ μου" και άλλες παρεμφερείς εκφράσεις που ήταν πασπαρτού τότε. 

μου άναψαν τα λαμπάκια: Εκνευρίστηκα, θύμωσα από κάτι, βγήκα από τα ρούχα μου. "Τα πήρα στο κρανίο/στην κράνα" θα λέγαμε σήμερα.

μου τη βιδώνει: Με εκνευρίζει, με τσαντίζει κάτι ή κάποιος.

μου τη δίνει: Έκφραση που είχε τότε δύο διαφορετικές σημασίες. Μου τη δίνει κάποιος που με εκνευρίζει, αλλά και μου τη δίνει κάποιος/κάποια που γουστάρω ερωτικά, που τον/την έχω ερωτευτεί. Σταδιακά η δεύτερη σημασία υποχώρησε και έχει μείνει να ακούγεται μόνο στις ταινίες της εποχής.

μου τη σπάει/ έχω σπαστεί: Μου σπάει τα νεύρα κάποιος ή κάτι, μου χαλάει τη διάθεση. Και "έχω σπαστεί" σημαίνει ότι μου έχει χαλάσει η διάθεση, έχω "ξενερώσει". 

μου την βγαίνει: Με ανταγωνίζεται, μού χώνεται επιθετικά, πάει να μπει στα χωράφια μου. "Μου τη βγαίνει με κόκκινο" ήταν η πλήρης, πρωταρχική έκφραση, που παραπέμπει στη γνωστή σε όλους μας φάση όπου κάποιος περνάει με κόκκινο το φανάρι παρενοχλώντας τον άλλον που πηγαίνει κανονικά.

μου την έπαιξε: Βραχύβια έκφραση που σήμαινε με ξεγέλασε, με εξαπάτησε, μου την έφερε. 

μου την μπαίνει: Με προκαλεί (ενίοτε για καυγά), με παρενοχλεί.

μπανίζω: Βλέπω κάτι, παρακολουθώ, παίρνω μάτι. Πολύ παλιότερη λέξη της αργκό που χρησιμοποιήθηκε πολύ στα '80ς. Εξακολουθεί να λέγεται, αν και οι νεότεροι την αγνοούν.

μπανιστήρι: Κρυφή παρακολούθηση προσώπων ή πράξεων που μου προκαλούν το ερωτικό ενδιαφέρον. Έχει υποχωρήσει η χρήση της. Σήμερα αντί για "κάνει μπανιστήρι" λένε συνήθως "παίρνει μάτι" 

μπινελίκι/ μπινελίκια: Λέξη με διπλή σημασία. Μπινελίκια οι βρισιές, αλλά και τα μεζεδάκια, τα συνοδευτικά μιας οινο/μπυρο/ουζο/ποσίας. Η δεύτερη σημασία μάλλον έχει υποχωρήσει σήμερα.

μπινές: Κλασική βρισιά των '80ς με γηπεδική, και όχι μόνο, χρήση. Μπινές κυριολεκτικά είναι ο αμφιφυλόφιλος, ο bisexual, ο μπάι που λέμε σήμερα. Η κλασική γηπεδική βρισιά που η εξέδρα κραύγαζε εν χορώ ήταν (και είναι ακόμα) το "Τάδε μπινέ, πουτάνας γιέ" όπου στη θέση του "τάδε" έβαζες το όνομα του μισητού προσώπου-στόχου. 

ντισκόβιος: Ο οπαδός της μουσικής ντίσκο και θαμώνας των ντισκοτέκ, ο "καρεκλάς". 

ξενερώνω: Λέξη παρμένη από την αργκό των χρηστών ουσιών. Σημαίνει χάνω το κέφι μου, τη διάθεσή μου, τον ενθουσιασμό μου για κάτι.

ξενέρωτος: Αυτός που σε μια παρέα είναι άτολμος, άκεφος, υποτονικός. Λέξη διαχρονική, λεγόταν και πριν τα '80ς και λέγεται ακόμα.

ο γέρος μου/ η γριά μου/ οι γέροι μου: Ο πατέρας μου/ η μάνα μου/ οι γονείς μου. Οι λέξεις αυτές λέγονταν ήδη από τα '60ς από τα "οργισμένα νιάτα" της εποχής, όπως το μαρτυρούν σχετικές ατάκες από παλιές ελληνικές ταινίες. Στα '80ς θεωρούνταν ένδειξη "μαγκιάς" να λες στην παρέα σου "ο γέρος μου" για τον πατέρα σου και "η γριά μου" για την μάνα σου. "Μ' ανοίγει η γριά σου, φωνάζει το μπαμπά σου και μου 'παν πως δεν είσαι εδώ" τραγουδούσε ο Γιοκαρίνης στην περίφημη "Ευλαμπία" του εν έτει 1984. 

ουφάδικο: Κατάστημα στο οποίο έπαιζες "ούφο" ή με άλλα λόγια τα video games της εποχής. Τα ηλεκτρονικά παιχνίδια της εποχής ήταν κάτι τεράστια μηχανήματα-κονσόλες που καθόσουν μπροστά τους σε μια καρέκλα, έριχνες το κέρμα σου (τάληρο, δεκάρικο, εικοσάρικο) και έπαιζες. Το break out, το pacman, ο "γορίλας" (ή Donkey Kong) ο Super Mario και φυσικά τα "ούφο" σε διάφορες παραλλαγές, ήτανε μερικά από τα παιχνίδια που έγραψαν ιστορία στα ουφάδικα, πριν τα σαρώσει η εξέλιξη της τεχνολογίας, οι οικιακές κονσόλες και οι υπολογιστές. 

ούφο: Το ούφο είναι το γνωστό μας UFO, το Αγνώστου Ταυτότητας Ιπτάμενο Αντικείμενο (ΑΤΙΑ) στα ελληνικά, ο κοινώς λεγόμενος "ιπτάμενος δίσκος". Στα '80ς ως ούφο χαρακτηριζόταν το άτομο που ήταν εντελώς εκτός τόπου και χρόνου, στον κόσμο του, ο τελείως απροσάρμοστος. Λεγόταν και η έκφραση "ούφο με σκούφο" για ακόμα μεγαλύτερη έμφαση. 

παίρνω τον πούλο: Και αυτή η έκφραση είναι παρμένη από την αργκό της μαγκιάς και του περιθωρίου. Αρχικά σήμαινε φεύγω, την κοπανάω, και αργότερα πήρε την έννοια "έφαγα ήττα", απέτυχα παταγωδώς. Γενικεύτηκε η χρήση του στα '80ς και συνεχίζει να λέγεται κατά κόρον μέχρι σήμερα.

πουρό/ πουρέιντζερ: Το πουρό είναι χαρακτηρισμός για άτομο (γυναίκα συνήθως) ώριμης ηλικίας με εμφανώς ερωτική διάθεση ("Χθες βράδυ στη ντισκοτέκ καμακώσαμε δυο πουρά"). Η ακριβής ηλικία του πουρό είναι απροσδιόριστη. Για τον 18άρη πουρό είναι ακόμα και η 35άρα, για τον 30άρη πουρά λέγονται οι άνω των 45-50. Πουρέιντζερ είναι λεξιπλασία των '80ς και χαρακτηρίζει το πουρό που νεανίζει, που το παίζει τζόβενο ή πιτσιρίκα. Από συμφυρμό των λέξεων πουρό και τηνέιτζερ

σπάω: Φεύγω, την κοπανάω. Συνήθως στην προστακτική και υπό μορφή απειλής: Σπάσε! Λέξη από την αργκό της μαγκιάς που μεταφέρθηκε στη νεολαία των '80ς και αποτελούσε "καραμέλα" της εποχής. Σήμερα έχει παλιώσει, δεν λέγεται πολύ.

σπαστικός: Αυτός που σου σπάει τα νεύρα, σήμερα "σπαζαρχίδης". Χαρακτηρίζει πρόσωπα αλλά και καταστάσεις ("Μ' έχει βγάλει από τα ρούχα μου μ' αυτά τα σπαστικά που κάνει") 

τα 'παιξα/ τα 'χω παίξει, τα 'φτυσα/ τα 'χω φτύσει: Οι δύο αυτές εκφράσεις, περίπου συνώνυμες, άρχισαν να λέγονται περίπου στις αρχές των '80ς και σημαίνουν "έχω εξαντληθεί, δεν αντέχω άλλο, έχω φτάσει στα όριά μου". Λέγονται και για αντικείμενα, π.χ. το ραδιόφωνο τα 'φτυσε. Ζωντανές και πολύ ενεργές μέχρι σήμερα. 

τεκνό/ τεκνατζού: Λέξη παρμένη μάλλον από την αργκό των ομοφυλόφιλων, που χαρακτηρίζει το νεαρό και όμορφο αγόρι (και κορίτσι ενίοτε). Και τεκνατζού η γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας που ερωτοτροπεί με πολύ νεότερούς της άντρες.

τη βρίσκω: Μία από τις εκφράσεις-ορόσημα της δεκαετίας του '80. Τη βρίσκω σημαίνει ικανοποιούμαι με κάτι, φτιάχνω διάθεση, μου αρέσει κάτι. Έγινε τίτλος τραγουδιού ("Δεν την βρίσκω με τη ντίσκο") του Καρβέλα με τον Τόλη Βοσκόπουλο, τίτλος ταινίας και γενικά ήταν η έκφραση που μαζί με 3-4 ακόμα χαρακτήριζε ολόκληρη την εποχή.   

την έχω δεί...: Έκφραση που σημαίνει νομίζω πως/ θεωρώ πως είμαι κάτι (που δεν είμαι). Την έχει δει μάγκας/ εραστής/ γκόμενα και πάει λέγοντας 

την κάνω: Φεύγω, αποχωρώ. Μετά το Μουντιάλ του 1986 το όνομα του ποδοσφαιριστή της Εθνικής Γαλλίας Ζαν Τιγκανά έδωσε αφορμή να πλαστεί ο όρος "τιγκανά" αντί για "την κάνω". "Την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια" και στο πιο μάγκικο "Τιγκανά μ' ελαφρά"

την πέφτω/ μου την πέφτουν: Την πέφτω σημαίνει προσεγγίζω ερωτικά κάποιον/κάποια, φλερτάρω, κάνω καμάκι. Σημαίνει όμως και κάνω επίθεση, π.χ. "Καθώς έβγαινα από την καφετέρια μου την έπεσαν τρεις τύποι με άγριες διαθέσεις"

την πουλεύω/ την πούλεψα: Παίρνω δρόμο, αποχωρώ. Παμπάλαια έκφραση, έχει απαθανατιστεί σε ρεμπέτικα και έγινε της μόδας ξανά στα '80ς

την πουτσίζω/ την πούτσισα: Βρίσκομαι σε δεινή κατάσταση, σε απελπιστική θέση, απειλούμαι άμεσα από κάτι. Έκφραση καθαρά '80ς, εξακολουθεί να λέγεται αν και όχι με την ίδια συχνότητα. 

την ψάχνω/ μην την ψάχνεις: Μία έκφραση που επίσης ήταν της μόδας στα '80ς. Την ψάχνω σημαίνει αναζητώ ή επιζητώ επίμονα κάτι, π.χ. Μην την ψάχνεις για καυγά, δεν σε παίρνει.
Το "μην την ψάχνεις" μόνο του, χωρίς άλλο προσδιορισμό, σημαίνει μην ασχολείσαι.

το παίζω (και πολύ)...: Παριστάνω κάτι που δεν είμαι. Πιθανόν η έκφραση να προέρχεται από τη γλώσσα του θεάτρου και των ηθοποιών όπου το "παίζω" εννοεί παίζω τον ρόλο. Π.χ. το "παίζει τον δικαστή" σημαίνει "παίζει τον ρόλο του δικαστή" σε κάποιο έργο προφανώς. Από κει με γενίκευση και παραφθορά της έκφρασης πήγαμε στο "το παίζει δικαστής"= παριστάνει τον δικαστή, εκτός θεάτρου πλέον, στην πραγματική ζωή. Το "και πολύ" έμπαινε για επίταση, π.χ. "Μας το παίζει και πολύ νταής τώρα τελευταία". Επίσης "Το παίζω και πολύ άντρας", ταινία του 1983 με τον Μουστάκα.

τσαμπουκάς: Γνωστή και σίγουρα πολύ παλιότερη η λέξη. Σε ευρεία χρήση στα '80ς. Ο καυγάς, η φασαρία (έγινε μεγάλος τσαμπουκάς), αλλά και το νταηλίκι (μου πούλησε τσαμπουκά). Και "τσαμπουκάς" επίσης ο νταής, αυτός που καυγαδίζει (μας βγήκε πολύ τσαμπουκάς ο μικρός).
Τουρκικής ετυμολογίας, από το cabuka 

φιλάρα: Προσφώνηση που σημαίνει "φίλε" αλλά στο πιο "μάγκικο". Λεγόταν πολύ εκεί προς τις αρχές των '80ς αλλά δεν μακροημέρευσε. Σήμερα έχει ξεχαστεί.

φλώρος/ φλώρι/ φλώρια: Υπάρχει σαν λέξη της νεολαιίστικης αργκό από τη δεκαετία του '60 (τουλάχιστον), όπως μαρτυρούν και οι σχετικές ατάκες σε ταινίες της εποχής. Ο καθώς πρέπει νεαρός, το καλό και ήσυχο παιδί που δεν μπλέκει σε καυγάδες και φασαρίες. Στην ουσία δεν έπαψε ποτέ να λέγεται.

φόλα/ έφαγα φόλα: Στα '70ς και στα '80ς "φόλες" λέγονταν όλα αυτά που ήταν κακής, κάκιστης ποιότητας, κυρίως όταν μιλάγαμε για τραγούδια, δίσκους, ταινίες και λοιπά καλλιτεχνικά προϊόντα. "Έφαγα φόλα" σήμαινε πήγα κάπου ή αγόρασα κάποιο προϊόν από τα προαναφερθέντα και ήταν χάλια, απαράδεκτο.

φρικιό/ φρίκος/ φρίκουλος: Παλιότερη και αυτή η λέξη, αφού ήδη από το '70 αποκαλούσαν "φρικιά" και "φρίκουλες" τους μακρυμάλληδες νεαρούς που άκουγαν ροκ μουσική και ήταν ντυμένοι με ξεβαμμένα τζην, δερμάτινα και άλλα παρεμφερή αξεσουάρ.

χαβαλές/ χαβαλεδιάζω: Μία από τις εμβληματικές λέξεις της δεκαετίας του '80. Η φασαρία, η οχλαγωγία η εύθυμη και παιχνιδιάρικη διάθεση. Ήταν τόσο κοινή που ο Γιάννης Δαλιανίδης ονόμασε "Χαβαλέ" τον Μίμη Φωτόπουλο που έπαιζε τον ρόλο του Λυκειάρχη στο "Ρόδα, τσάντα και κοπάνα" του 1982. Πάντως το "Χαβαλές" είναι υπαρκτό ελληνικό επώνυμο, δεν είναι επινόηση του Δαλιανίδη.

ψώνιο/ την έκανα ψώνιο: Ψώνιο είναι ως γνωστόν αυτός που την έχει "ψωνίσει", που θεωρεί τον εαυτό του κάτι πολύ σπουδαίο και μεγάλο. Παλιά λέξη και με ευρεία χρήση πολύ πριν το '80. "Την κάνω ψώνιο" όμως στα '80ς σήμαινε περνάω τέλεια, τη βρίσκω με μια κατάσταση, π.χ. Πήγαμε στην παραλία με ένα καφάσι μπύρες και την κάναμε ψώνιο.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Ιστορικές" ατάκες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου: ένα άτυπο top-10

Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος των δεκαετιών '50, '60 και εν μέρει '70 είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο στην πολιτιστική ζωή αυτής...