Στα τέλη της δεκαετίας του '70, λίγο μετά τη μεταπολίτευση, εμφανίστηκε στα μουσικά πράγματα της χώρας, πλάι τους ήδη μεγάλους και καταξιωμένους του χώρου, το όνομα ενός νέου στιχουργού: Μανώλης Ρασούλης. Ο δίσκος "Η εκδίκηση της γυφτιάς" που κυκλοφόρησε το 1978 σε στίχους δικούς του και μουσική του Νίκου Ξυδάκη, τάραξε τα νερά της ελληνικής δισκογραφίας, μουσικά και στιχουργικά. Επρόκειτο ουσιαστικά για ένα νέο είδος μουσικού ακούσματος που πάντρευε λαϊκούς και παραδοσιακούς ήχους με πιο σύγχρονες μουσικές φόρμες. Εμβληματική η ερμηνεία του Νίκου Παπάζογλου, στα περισσότερα από τα τραγούδια, που έδωσε έναν ξεχωριστό χαρακτήρα με την αναγνωρίσιμη και πολύ ιδιαίτερη χροιά της φωνής του.
Αν και η "Εκδίκησης της Γυφτιάς" ήταν η πρώτη του στιχουργική δουλειά, ο Μανώλης Ρασούλης δεν ήταν καινούργιος στα πολιτιστικά πράγματα της Ελλάδας. Ήδη από το 1965 ζούσε στην Αθήνα (ήταν γεννημένος στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1945) και σπούδαζε σκηνοθεσία. Την ίδια εποχή γράφει ποιήματα, σενάρια και τραγουδάει ερασιτεχνικά σε μπουάτ της Πλάκας, ενώ γνωρίζει τον Μάνο Λοΐζο, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τον Διονύση Σαββόπουλο. Συγχρόνως δουλεύει στην εφημερίδα της Αριστεράς "Δημοκρατική Αλλαγή".
Με την επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών το 1967 συλλαμβάνεται από το καθεστώς αλλά γρήγορα αφήνεται ελεύθερος, αφού δεν προέκυψε τίποτα εις βάρος του. Φεύγει για το Λονδίνο όπου και παραμένει για περισσότερα από έξι χρόνια κάνοντας διάφορες δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει. Παίρνει μέρος στον γαλλικό Μάη του '68 στο Παρίσι, όπου μάλιστα ξυλοκοπήθηκε και νοσηλεύτηκε. Στο Παρίσι έρχεται σε επαφή με το τροτσκιστικό κίνημα και προσχωρεί σε αυτό.
Μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974, επιστρέφει στην Ελλάδα και πιάνει δουλειά στα ναυπηγεία Ανδρεάδη όπου παίρνει ενεργό μέρος στις απεργιακές κινητοποιήσεις και πρωτοστατεί στο εργατικό κίνημα. Το 1978 συμμετέχει τραγουδώντας στο δίσκο του Μάνου Λοΐζου "Τα Νέγρικα" ενώ την ίδια χρονιά κάνει το στιχουργικό του ντεμπούτο στην δισκογραφία με την "Εκδίκηση της γυφτιάς".
Ο δίσκος αυτός αποτέλεσε σταθμό, όχι μόνο για τον Ρασούλη αλλά για το ελληνικό τραγούδι γενικότερα. Οι Ξυδάκης και Ρασούλης δημιούργησαν ουσιαστικά με τον δίσκο αυτό ένα νέο είδος τραγουδιού, που αρχικά αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία και αμηχανία από το καλλιτεχνικό και δισκογραφικό κατεστημένο της εποχής. Τα τραγούδια αυτά δεν ήταν ούτε έντεχνα, ούτε λαϊκά, ούτε παραδοσιακά, ούτε ροκ, ούτε ρεμπέτικα, ούτε ελαφρά, ήταν κάτι το τελείως διαφορετικό και καινούργιο, όριζαν ένα καινούργιο είδος. Εκτός από τους συντηρητικούς κύκλους της εποχής με δυσπιστία τον αντιμετώπισε και η Αριστερά που θεώρησε ότι "ξεφεύγει" από τη γραμμή των μεγάλων δημιουργών (Θεοδωράκη, Λεοντή, Μαρκόπουλου, Λοΐζου κ.ά.) και εισάγει "νέα ήθη" στο χώρο. Άλλωστε είναι χαρακτηριστικό ότι στην καλλιτεχνική πιάτσα του είχαν "κολλήσει" το παρατσούκλι "γκουρού", λόγω της ενασχόλησής του με ανατολικά φιλοσοφικά ρεύματα αλλά και της χαρακτηριστικής του εμφάνισης.
Ακολούθησε πλήθος συνεργασιών με καταξιωμένους συνθέτες και τραγουδιστές. Έχει γράψει πάνω από 250 τραγούδια και έχει συνεργαστεί με συνθέτες όπως ο Μάνος Λοΐζος, ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο Νίκος Ξυδάκης, ο Ανδρέας Μικρούτσικος, και με ερμηνευτές όπως η Χαρούλα Αλεξίου, ο Νίκος Παπάζογλου, ο Σωκράτης Μάλαμας, η Ελένη Βιτάλη, ο Γιώργος Σαρρής, η Γλυκερία κ.ά.
Όμως ο Ρασούλης δεν ήταν μόνο αυτό. Σε όλη του τη ζωή υπήρξε ένα ανήσυχο, αντισυμβατικό πνεύμα με διαρκείς αναζητήσεις. Παρατηρούσε, ενημερωνόταν για τα πάντα γύρω του στην Ελλάδα και τον κόσμο και αποτύπωνε τις απόψεις του με έναν λόγο αιρετικό και ανατρεπτικό. Από τα τέλη της δεκαετίας του '70 εξέδιδε, μαζί με την σύντροφό του Βάσω Αλαγιάννη, το περιοδικό κοινωνικής και φιλοσοφικής αναζήτησης "Αυγό" ενώ έγραψε και εξέδωσε σε βιβλία διηγήματά του και ποιήματα.
Ο αιρετικός του λόγος και κάποιες θέσεις του οι οποίες υποτίθεται ότι ταυτοποιήθηκαν με κείμενα της τρομοκρατικής οργάνωσης "17 Νοέμβρη" στάθηκαν αφορμή να στοχοποιηθεί από την Ασφάλεια ως αναρχικός, και να φτάσουν στο σημείο να τον κατηγορήσουν ακόμα και για εγκέφαλο της οργάνωσης!
Ο Ρασούλης γράφει με έναν στίχο πολύ ιδιαίτερο, προσωπικό και αναγνωρίσιμο. Όσο ανατρεπτικός και ανήσυχος ήταν ο ίδιος σαν προσωπικότητα άλλο τόσο αντισυμβατικός ήταν και ο στίχος του. Αν και γενικά ακολουθούσε παραδοσιακή φόρμα στο στίχο, με μέτρο και ομοιοκαταληξία, ο λόγος του ξένιζε και προκαλούσε. Ο στίχος του είναι λαϊκός αλλά όχι "φτηνός", δεν υποκύπτει στην εύκολη ρίμα, αντίθετα ξαφνιάζει με απρόοπτες και ευρηματικές ρίμες και με λέξεις που είναι έξω από το κομιλφό λεξιλόγιο της στιχουργικής:
"Πότε Βούδας πότε Κούδας
πότε Ιησούς κι Ιούδας
έχω καταλάβει ήδη
της ζωής μου το παιχνίδι"
Καταπιάνεται με τα εντελώς μικρά και καθημερινά, αυτά που άλλοι στιχουργοί πιθανόν να τα προσπερνούσαν ως τετριμμένα και ανάξια λόγου, και τα δίνει με μια αμεσότητα και απλότητα, σαν να διηγείται κάποια ιστορία στην παρέα του:
"Καθόμουνα στου Λέντζου και έπινα καφέ
και βλέπω έναν τύπο μαζί με σένανε
και σκύβω το κεφάλι να μη με δεις εσύ
θολώνει το μυαλό μου και σχίζεται η γη"
Γίνεται τρυφερός και ευαίσθητος και μιλάει για τον έρωτα με τον ίδιο απλό και άμεσο τρόπο, χωρίς κορώνες και μεγαλοστομίες:
"Όλα σε θυμίζουν
απλά κι αγαπημένα
πράγματα δικά σου
καθημερινά...
σαν να περιμένουν
κι αυτά μαζί μ’ εμένα
να ’ρθεις κι ας χαράξει για στερνή φορά..."
Αλλά το πιο εμβληματικό ίσως τραγούδι του Ρασούλη, αυτό που τον έχει ξεπεράσει κατά πολύ σε φήμη και σε απήχηση, αυτό που από πολλούς έχει αποκληθεί και "δεύτερος εθνικός ύμνος", είναι το "Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ" που συνδημιούργησε με την Βάσω Αλαγιάννη. Εδώ ο Ρασούλης με στίχο κοφτερό σα μαχαίρι περιγράφει την ευλογία και την κατάρα του Έλληνα και ιδίως του ξενιτεμένου Έλληνα. Το τραγούδι έχει γίνει πραγματικό σύμβολο, έχει ξεπεράσει στερεότυπα και ιδεολογίες και έχει γίνει "σημαία" και "ύμνος" των Ελλήνων σε όλο τον κόσμο.
Η Βάσω Αλαγιάννη είχε πει για το εμβληματικό τραγούδι και πώς γράφτηκε:
"Το γράψαμε στην Κρήτη, περπατώντας στο δρόμο, φράση φράση, κατεβαίνοντας για τον Πλακιά με τα πόδια, έχοντας χάσει πριν από λίγο το λεωφορείο. Ήταν ένας διάλογος. Μια μελωδική φράση εγώ, ένα στίχο εκείνος. Το τραγουδούσε ο Παπάζογλου επί τρία χρόνια στις συναυλίες του και στο τέλος ηχογραφήθηκε στον Λυκαβηττό".
"Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ
Το δεύτερο είναι ένας διάλογος σωστό δοκίμιο για τη ζωή και τις εναλλαγές της, το θρυλικό "Να 'μαστε πάλι εδώ Αντρέα", σε μουσική Αντρέα Μικρούτσικου και ερμηνείες από τον ίδιο το Ρασούλη και από τον Μικρούτσικο. Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό ντουέτο και όπως έχω πει και κάπου αλλού ακόμα κι αν ο Ρασούλης και ο Μικρούτσικος δεν είχαν γράψει τίποτε άλλο, μόνο γι' αυτό το τραγούδι θα τους άξιζε μια τιμητική θέση μέσα στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού.
βάσανα και διωγμοί,
τώρα στη μαύρη αρρώστια
ανάξια πλερωμή.
Το δίκιο του αγώνα
πολλά σου στέρησε,
μα η ζωή λεχώνα
ελπίδες γέννησε.
Τίποτα δεν πάει χαμένο
στη χαμένη σου ζωή,
τ’ όνειρό σου ανασταίνω
και το κάθε σου "γιατί".
Ποτέ δε λες η μοίρα
πως σε αδίκησε,
μα μόνο η Ιστορία
αλλιώς σου μίλησε.
Σκυφτός στα καφενεία,
στους δρόμους σκεφτικός,
μα χθες μες στην πορεία
περνούσες γελαστός.
σημείο χ και μεις παρέα
Μένω κατάπληκτος Μανώλη
Πώς γίνεται ο καθένας όλοι
Σαν μια Ιθάκη είναι το τώρα
και με των Δαναών τα δώρα
Αμάν βαριά φιλοσοφία
καλές οι Η.Π.Α. κι η Ρωσία
Μια από τις σχέσεις που δεν ξέρεις
κάνεις εσύ αυτό που θέλεις
Κι εγώ δεν είμαι με τη Μαίρη
με σεργιανά σ’ άγνωστα μέρη
Ελπίδες μέσα στη φορμόλη
άλλαξε τόσο αυτή η πόλη,
Το πρώτο πρώτο μας τραγούδι
κάλλιο στο χώμα το λουλούδι
Περνούν, γερνούν τα γεγονότα,
φαντάσου φτάνει και μια νότα
Νομίζω έτσι κι η ζωή μας
στη θάλασσα η εκβολή μας
Ναι το ποτάμι δε στερεύει
ενώνει δεν μεταναστεύει
Κάλλιο που όσο και να κλαίει
η ζήση δε γυρνάει ριπλέι
Ο Μανώλης Ρασούλης έφυγε από τη ζωή στις 5 Μαρτίου 2011, σε ηλικία 66 ετών, προδομένος από την καρδιά του. Βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισα όπου έμενε μόνος του, στη Θεσσαλονίκη, μετά από αρκετές μέρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου