12 Οκτωβρίου 2023

"Ευδοκία": Ένα μυθικό ζεϊμπέκικο και μια ταινία-σταθμός του ελληνικού κινηματογράφου.

 


Ήθελα από καιρό να γράψω κάτι για την "Ευδοκία", την ιστορική (πλέον) ταινία του Αλέξη Δαμιανού, αλλά είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που την είχα παρακολουθήσει και η μνήμη χρειαζόταν ένα φρεσκάρισμα. Τις τελευταίες μέρες βρήκα λίγο χρόνο και έκατσα και την ξαναείδα ολόκληρη, κι έτσι προέκυψε αυτό το άρθρο.

Η ταινία υπάρχει ολόκληρη online εδώ.

Κατ' αρχάς ας ξεκινήσουμε από μια γενική διαπίστωση. Υπάρχουν δύο ξεχωριστά "φαινόμενα" για τα οποία μπορεί να μιλήσει κανείς όταν αναφέρεται στην "Ευδοκία": η ταινία αυτή καθ' εαυτή και το θρυλικό "Ζεϊμπέκικο" το επονομαζόμενο και "Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας". Κι αυτό επειδή το δεύτερο, από τα πρώτα κιόλας χρόνια έχει πλήρως "αυτονομηθεί", ακολουθώντας μια τελείως δική του και ανεξάρτητη πορεία. Ας τα δούμε λοιπόν χωριστά, ξεκινώντας όμως ανάποδα, με το μουσικό θέμα πρώτα και μετά με την ίδια την ταινία.

3 Οκτωβρίου 2023

Απ' τα πέντε μεσημέρια (Διήγημα)


 Είχα σκοπό να δημοσιεύσω ένα άρθρο-αφιέρωμα στο ποδόσφαιρο δρόμου των παιδικών μας χρόνων, σαν συνέχεια στο άρθρο "Τα παιδία παίζει (Τα παιχνίδια μιας άλλης εποχής-Μέρος 1). Θα ήταν ας πούμε το Μέρος-2 του παραπάνω άρθρου και θα παρουσίαζε το ποδόσφαιρο που παίζαμε μικροί στο δρόμο, ανάμεσα από σπίτια και παρκαρισμένα αυτοκίνητα.

Αντί αυτού προτίμησα να δημοσιεύσω σήμερα εδώ ένα διήγημα που έγραψα με παρόμοιο θέμα.

Το διήγημα που έχει τίτλο "Απ' τα πέντε μεσημέρια" δημοσιεύτηκε την Κυριακή 24 Σεπτέμβρη και στο πολύ καλό ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου.




ΑΠ’ ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΜΕΣΗΜΕΡΙΑ


“Απ’ τα πέντε μεσημέρια στην πλατεία” συνήθιζε να μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του ο Άλκης, μόλις η μεγάλη καμπάνα του Άη-Διονύση χτύπαγε πέντε. Συγχρόνως έψαχνε να βρει τα παπούτσια του, να πάρει μαζί του το μικρό του αδερφό και να κουτρουβαλήσουν παρέα τις σκάλες του σπιτιού για να βρεθούν στο δρόμο. Η φράση αυτή του είχε κολλήσει πριν από κάτι χρόνια, όταν “σταύρωνε” τη μάνα του, τα καλοκαιριάτικα απογεύματα, για να κατέβει να παίξει στη μικρή πλατεία που ήταν μπρος στο σπίτι τους. Κι εκείνη συνήθως του απαντούσε: “Είναι πολύ νωρίς ακόμα! Απ’ τα πέντε μεσημέρια στην πλατεία;”

Τώρα πια δεν έμεναν πάνω από την μικρή πλατεΐτσα, είχαν μετακομίσει τρία-τέσσερα τετράγωνα παρακάτω και ο “στίβος” του παιχνιδιού ήταν το μικρό δρομάκι που ξεκίναγε από τη γωνία της πολυκατοικίας, καμιά εκατοστή μέτρα όλο κι όλο. Όμως η φράση του είχε κολλήσει και του άρεσε να την επαναλαμβάνει.

Ο Άλκης δεν ήταν πια μικρός, μόλις είχε τελειώσει το Δημοτικό και από το Σεπτέμβριο θα πήγαινε στο Γυμνάσιο, άρα αυτόματα περνούσε στους “μεγάλους”. Μαζί με τον αδερφό του το Στέφανο, δυο χρόνια μικρότερο, έλιωναν τα παπούτσια τους στην άσφαλτο, παίζοντας μπάλα κυρίως, από νωρίς το απόγευμα μέχρι που σκοτείνιαζε. Παρέα τους πεντ’ έξι ακόμα αγόρια της γειτονιάς, έδιναν το ίδιο ραντεβού κάθε απόγευμα στο στενό δρομάκι για να χωριστούν σε δυο ομάδες και να ξεκινήσουν το παιχνίδι. Ο Σταμάτης (για τους φίλους “Τάκης”), που το σπίτι του ήταν ακριβώς πάνω στο δρομάκι, ήταν ο πιο βασικός και μόνιμος από την παρέα. Ένα μελαχρινό, γεροδεμένο αγόρι, ελαφρώς υπέρβαρο, που για το λόγο αυτό δεχόταν τα πειράγματα των υπολοίπων, αλλά που ήταν η ψυχή της παρέας. Ο Φώντας, λεπτοκαμωμένος σαν κοτσύφι, αλλά ασυναγώνιστος στο τρέξιμο και φοβερό πειραχτήρι. Ο Μιχάλης, ψηλός, με μακριά και λιγνά ποδάρια, που όταν έτρεχε έβαζε το κεφάλι κάτω και δρασκέλιζε το δρόμο σαν άλογο. Ο Φραγκίσκος, ένα μάλλον σοβαρό αγόρι με ίσια μαύρα μαλλιά, που μίλαγε μ’ ένα παχύ “σ” που έκανε τ’ άλλα παιδιά να βάζουν συχνά-πυκνά τα γέλια. Ο Γιάννης (ή “Τζίνος”), κοκκινομάλλης με φακίδες, κοντός και αεικίνητος, με Ιταλίδα μάνα (γι’ αυτό και το “Τζίνος”), “ήξερε καλή μπάλα”, όπως έλεγε ο Άλκης.

Κοντά σ’ αυτούς κολλούσαν περιστασιακά ο Βασίλης με τον Μίμη, δυο αδέρφια λιγάκι σνομπ, που έρχονταν κάποιες φορές στη γειτονιά για να παίξουν μαζί τους. Ο Άλκης έλεγε ότι έχουν “ψηλά τη μύτη” και δεν τους χώνευε, ειδικά τον μεγάλο που ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερός του, γιατί όσες φορές μπλέκονταν μαζί τους γίνονταν αιτία για καυγάδες.

Το κυρίως παιχνίδι τους ήτανε το ποδόσφαιρο. Αραιά και πού, όταν τύχαινε να περάσουν από την παρέα κάποια κορίτσια, συμμαθήτριες απ’ το σχολείο, σταματούσαν τα ποδοβολητά και τις ντρίμπλες και το γύριζαν σε κάτι πιο “κοριτσίστικο” (“τα μήλα” ας πούμε, ή κάποιο υποτυπώδες βόλεϊ). Κατά διαστήματα, όταν η τηλεόραση έδειχνε μεγάλες διοργανώσεις στίβου, τους έπιανε μανία με το στίβο και έπαιζαν “Ολυμπιακούς Αγώνες”. Αλλά αυτά ήταν οι εξαιρέσεις, τα μικρά διαλείμματα. Το κυρίως παιχνίδι ήταν όπως είπαμε το ποδόσφαιρο.

Όμως τι ποδόσφαιρο… Ένα ποδόσφαιρο δρόμου δικής τους επινόησης, ένα “street football” σχεδόν χωρίς κανόνες. Γήπεδο φυσικά ο δρόμος. Το ρόλο των γκολπόστ έπαιζαν από τη μια μεριά η άκρη του πεζοδρομίου και από την άλλη κάποια μεγάλη πέτρα που έστηναν και που παρίστανε το δοκάρι. Πλάγιες γραμμές δεν υπήρχαν. Οι τοίχοι και οι μάντρες των σπιτιών ήταν τα φυσικά όρια του “γηπέδου” και το παιχνίδι συνεχιζόταν κανονικά όταν η μπάλα χτύπαγε πάνω τους.

Το παιχνίδι ήτανε “μονότερμα” ή “μονό” όπως το έλεγαν, που σημαίνει ότι υπήρχε μόνο ένα τέρμα και οι δύο ομάδες έβαζαν γκολ σ’ αυτό. Ο τερματοφύλακας ήταν το πιο αμφιλεγόμενο πρόσωπο του παιχνιδιού. Τυχερός και άτυχος μαζί. Τυχερός μεν γιατί δεν πολυσκοτιζότανε για το παιχνίδι, αραχτός όπως ήτανε στο τέρμα του, άτυχος δε γιατί τα άκουγε απ’ όλους. Και οι δυο ομάδες τον κατηγορούσανε για “πουλημένο”. Ότι “έπνιγε” τα γκολ των αντιπάλων (τα άφηνε δηλαδή επίτηδες και έμπαιναν) ενώ στα δικά τους σουτ γινόταν αυτομάτως Γκόρντον Μπανκς ή Σεπ Μάγιερ!

"Ιστορικές" ατάκες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου: ένα άτυπο top-10

Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος των δεκαετιών '50, '60 και εν μέρει '70 είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο στην πολιτιστική ζωή αυτής...