12 Οκτωβρίου 2023

"Ευδοκία": Ένα μυθικό ζεϊμπέκικο και μια ταινία-σταθμός του ελληνικού κινηματογράφου.

 


Ήθελα από καιρό να γράψω κάτι για την "Ευδοκία", την ιστορική (πλέον) ταινία του Αλέξη Δαμιανού, αλλά είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που την είχα παρακολουθήσει και η μνήμη χρειαζόταν ένα φρεσκάρισμα. Τις τελευταίες μέρες βρήκα λίγο χρόνο και έκατσα και την ξαναείδα ολόκληρη, κι έτσι προέκυψε αυτό το άρθρο.

Η ταινία υπάρχει ολόκληρη online εδώ.

Κατ' αρχάς ας ξεκινήσουμε από μια γενική διαπίστωση. Υπάρχουν δύο ξεχωριστά "φαινόμενα" για τα οποία μπορεί να μιλήσει κανείς όταν αναφέρεται στην "Ευδοκία": η ταινία αυτή καθ' εαυτή και το θρυλικό "Ζεϊμπέκικο" το επονομαζόμενο και "Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας". Κι αυτό επειδή το δεύτερο, από τα πρώτα κιόλας χρόνια έχει πλήρως "αυτονομηθεί", ακολουθώντας μια τελείως δική του και ανεξάρτητη πορεία. Ας τα δούμε λοιπόν χωριστά, ξεκινώντας όμως ανάποδα, με το μουσικό θέμα πρώτα και μετά με την ίδια την ταινία.

ΤΟ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ ΤΗΣ ΕΥΔΟΚΙΑΣ: Υπάρχουν πολλά, πάρα πολλά τραγούδια ή μουσικά κομμάτια γενικότερα, που έχουν γραφτεί για ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου και έγιναν μεγάλες επιτυχίες. Ποιος μπορεί να ξεχάσει το "Βρέχει στη φτωχογειτονιά" του Μίκη Θεοδωράκη που γράφτηκε για την ταινία "Συνοικία το όνειρο" του Αλέκου Αλεξανδράκη (1961). Ή ακόμα τον θρυλικό "Ζορμπά" πάλι του Θεοδωράκη, το "Βρέχει φωτιά στη στράτα μου" του Μίμη Πλέσσα, το "Αγάπη που 'γινες δίκοπο μαχαίρι" του Χατζιδάκι και τόσα άλλα.

Όμως το "Ζεϊμπέκικο της ευδοκίας" είναι, νομίζω, μοναδική, ξεχωριστή περίπτωση. Το μουσικό θέμα από μια μη εμπορική ελληνική ταινία, που ελάχιστοι την είδαν στην πρώτη προβολή της, έγινε όχι απλά τεράστια επιτυχία αλλά το απόλυτο ζεϊμπέκικο ενός ολόκληρου λαού, ένα είδος "εθνικού ύμνου" των ελληνικών λαϊκών γλεντιών. Λίγοι ξέρουν την ιστορία του και ακόμα πιο λίγοι έχουν δει την ταινία. Όμως σε κάθε γλέντι, σε κάθε γιορτή, σε κάθε εκδήλωση, μόλις παίξουν οι πρώτες νότες γίνεται αυτομάτως κάτι μαγικό. Όλο το κοινό θαρρείς και συμμετέχει σε μια ιεροτελεστία, όπου ο χορευτής ή οι χορευτές ρίχνουν τις "στροφές" τους στην πίστα και δεκάδες άλλοι τριγύρω επιδοκιμάζουν χτυπώντας παλαμάκια. Χαρακτηριστικό της δημοφιλίας του συγκεκριμένου κομματιού είναι ότι έχει διεισδύσει ακόμα και στα αμιγώς παραδοσιακά γλέντια και πανηγύρια. Έχω υπάρξει μάρτυρας τουλάχιστον σε δύο περιπτώσεις όπου στην μεν πρώτη ο DJ που έκανε πρόγραμμα ανάμεσα στα διάφορα δημοτικά που έπαιζε ενέταξε αίφνης το "Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας" στη δε δεύτερη, όπου υπήρχε ζωντανή (παραδοσιακή) ορχήστρα, ελλείψει μπουζουκιού το έπαιξαν με... κλαρίνο!  

Πώς εξηγείται αυτό; Μία εξήγηση που μπορώ να δώσω εγώ (ως ακροατής και μόνο, χωρίς να είμαι ειδικός) είναι ότι έχει να κάνει με δύο πράγματα: την απλότητα της μελωδίας και τον "στέρεο", ξεκάθαρο ρυθμό του κομματιού. 

Η μελωδία του Λοΐζου είναι από εκείνες τις εντελώς απλές αλλά ταυτόχρονα τόσο μεθυστικές και τόσο οικείες που σου "κολλάνε" στο μυαλό με το πρώτο άκουσμα. Μην μπερδεύεστε από τα "στολίσματα" και τα "γεμίσματα" που κάνουν οι διάφοροι μπουζουξήδες, επιδεικνύοντας την δεξιοτεχνία τους. Οι βασικές νότες είναι απλές, ξεκάθαρες, εύκολες στην απομνημόνευση και επαναλαμβανόμενες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δάσκαλοι μουσικής το επιλέγουν ως ένα από τα πρώτα κομμάτια που δείχνουν σε όσους μαθαίνουν μπουζούκι. Προσωπικά θεωρώ τον Μάνο Λοΐζο ως μουσική ιδιοφυΐα και τον τοποθετώ κοντά στις κορυφές του σύγχρονου μουσικού μας πολιτισμού. Πιστεύω ότι αν δεν είχε φύγει τόσο πρόωρα από τη ζωή θα είχε δώσει πολύ περισσότερο, και πάντα εξαιρετικής ποιότητας, έργο. Εδώ έχει φτιάξει ένα μικρό αριστούργημα, ένα διαμαντάκι τεσσάρων λεπτών που συγκινεί και συνεπαίρνει από την πρώτη νότα. Πολύ σημαντική συμβολή σε όλο αυτό έχει και η εκτέλεση του κομματιού (η πρώτη εκτέλεση) που κυριολεκτικά το "απογείωσε". Το παίξιμο του τζουρά, με το ιδιαίτερο "ανατολίτικο" ηχόχρωμά του, του δίνει άλλη διάσταση, το μεταμορφώνει σε μυσταγωγία, σε ιεροτελεστία.  

Αντίστοιχης "φιλοσοφίας" είναι και ο ρυθμός του τραγουδιού. Απλός, στέρεος, ξεκάθαρος. Μα, θα μου πείτε, δεν έχουν όλα τα ζεϊμπέκικα τον ίδιο ρυθμό (9/8); Ναι, αλλά δεν είναι σε όλα ο ρυθμός τόσο εμφανής, τόσο κρυστάλλινος. Ο ρυθμός σ' ένα τραγούδι δίνεται από τα όργανα συνοδείας, κυρίως τα κρουστά. Για να χορέψει κάποιος σωστά ένα ζεϊμπέκικο (αλλά και όλους τους χορούς γενικότερα) πρέπει να ακούει και να πατάει πάνω στο χτύπημα των κρουστών. Να απομονώσει δηλαδή στο μυαλό του τα υπόλοιπα όργανα και να "ακούει" μόνο τα κρουστά. Αυτό, αν και ακούγεται εύκολο, δεν είναι πάντα τόσο απλό όσο φαίνεται. Πολλές φορές τα υπόλοιπα μουσικά όργανα και η φωνή, τα λόγια του τραγουδιού, καλύπτουν το ρυθμό και προκαλούν σύγχυση σ' αυτόν που πάει να χορέψει. Πολλοί πατάνε λάθος προσπαθώντας να ακολουθήσουν τα λόγια σ' ένα ζεϊμπέκικο ή το κλαρίνο σ' ένα τσάμικο. Στο "Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας" δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Λόγια δεν υπάρχουν, το κομμάτι είναι οργανικό και τα χτυπήματα του ρυθμού είναι ξεκάθαρα. Δεν υπάρχει περίπτωση να κάνεις λάθος γιατί τα πατήματα είναι συγκεκριμένα και εμφανή και οι μουσικές φράσεις αυτοτελείς και τέλεια διαχωρισμένες η μία από την άλλη. Με λίγα λόγια, είναι ένα ζεϊμπέκικο που εύκολα μπορεί να χορέψει κανείς χωρίς να κάνει λάθη.

Η ΤΑΙΝΙΑ: Η "Ευδοκία" δεν είναι μια εύκολη ταινία. Δεν είναι μια ταινία που θα πας να τη δεις στο σινεμά και θα γυρίσεις στο σπίτι σου και θα πεις "τι ωραία που πέρασα απόψε!". Σε  πρώτη ανάγνωση ξενίζει η σκηνοθετική ματιά του Δαμιανού, ίσως και να σοκάρει λίγο. 

Η ιστορία είναι απλή και λίγο-πολύ γνωστή: Ένας λοχίας που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία σε κάποια επαρχιακή πόλη της Βόρειας Ελλάδας γνωρίζει και ερωτεύεται μια πόρνη, την Ευδοκία. Η γνωριμία τους γίνεται σε μια παρακμιακή ταβέρνα όπου ο Γιώργος χορεύει το περίφημο ζεϊμπέκικο και η Ευδοκία του χτυπάει παλαμάκια, προκαλώντας την οργή του νταβατζή της. Οι δύο νέοι, κόντρα σε όλα τα κοινωνικά ταμπού και στερεότυπα, αποφασίζουν να παντρευτούν, πράγμα που τους φέρνει σε αντιπαράθεση με όλο τον κοινωνικό περίγυρο. Ο λοχίας ανοίγει "πόλεμο" με τον νταβατζή της Ευδοκίας, έναν διεφθαρμένο πρώην χωροφύλακα, ο οποίος την διεκδικεί ξανά πίσω. Συγχρόνως έχει να αντιμετωπίσει τις κουβέντες και τα υπονοούμενα από συστρατιώτες του αλλά και από αξιωματικούς. Η σχέση του ζευγαριού δοκιμάζεται σκληρά με συνεχείς εντάσεις και καυγάδες, και στο τέλος, ενώ έχουν ουσιαστικά χωρίσει, η Ευδοκία τον μαζεύει από τη γνωστή ταβέρνα, όπου έχει γίνει λιώμα στο μεθύσι, συμφιλιώνονται ξανά και αποφασίζουν να ζήσουν πάλι μαζί. Ακριβώς εκεί επεμβαίνει ο νταβατζής με κάποιους μπράβους του, ξυλοκοπούν άγρια τον Γιώργο, αρπάζουν την Ευδοκία, την επιβιβάζουν  με τη βία σ' ένα τρίκυκλο και εξαφανίζονται. Η ταινία τελειώνει με το τρίκυκλο να περιφέρεται στους νυχτερινούς δρόμους της πόλης. 

Έχουν γραφτεί πολλά και αντιφατικά για την "Ευδοκία". Στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης όπου πρωτοπαίχτηκε το Σεπτέμβρη του 1971 κέρδισε το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου (Μαρία Βασιλείου) αλλά πέραν αυτού ουδέν. Οι κριτικές συνολικά για την ταινία ήταν μάλλον χλιαρές. Αργότερα πολλοί κριτικοί, αλλά και μεγάλο μέρος του κοινού, ανακάλυψαν ξανά την ταινία. Το 1986 ψηφίστηκε ως η καλύτερη ελληνική ταινία όλων των εποχών από τα μέλη της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Αλλά και σε αρκετές λίστες με τις "καλύτερες ελληνικές ταινίες" βρίσκεται, αν όχι πρώτη, πάντως πολύ ψηλά στην κατάταξη.

Η προσωπική μου άποψη είναι ότι η ταινία είναι γενικώς υπερτιμημένη λόγω της "μυθολογίας" που κουβαλάει το ομώνυμο μουσικό θέμα, της γοητείας που ασκεί το "Ζεϊμπέκικο" και της απίστευτης δημοσιότητας που γνώρισε  τα αμέσως επόμενα χρόνια. Όχι ότι δεν είναι σπουδαία η ταινία του Δαμιανού, όχι ότι δεν είναι μια "γροθιά" στο κατεστημένο της εποχής, αλλά νομίζω ότι αν δεν υπήρχε όλος αυτός ο "μύθος" του ζεϊμπέκικου η ταινία θα ήταν πολύ χαμηλότερα σε αξιολογήσεις.

Προσωπικά τη θεωρώ μια αξιόλογη ταινία, αλλά δεν θα την έλεγα ούτε αριστούργημα ούτε, πολύ περισσότερο, την καλύτερη ελληνική ταινία όλων των εποχών. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η σκηνοθετική ματιά του Δαμιανού και ο τρόπος που παρουσιάζει τους ήρωές του. Αφτιασίδωτοι, σχεδόν άξεστοι, χωρίς φιοριτούρες και στολίδια. Το σκηνικό είναι σκληρό και συγχρόνως παρακμιακό. Γειτονιές στις παρυφές της πόλης, με χωματόδρομους και φτωχόσπιτα με τσιμεντόλιθους. Ένα στρατόπεδο γυμνό και άνυδρο, σχεδόν "κρανίου τόπος", όπου εκτελούν ασκήσεις κάτω από τον καυτό ήλιο και ημίγυμνοι οι φαντάροι. Το άθλιο ταβερνάκι όπου ο μαγαζάτορας παίζει δισκάκια των 45 στροφών. Το φτωχικό και μίζερο σπίτι της Ευδοκίας. Η παλιά πόρνη, φίλη της Ευδοκίας,  που σέρνει τα βήματά της μισο-μεθυσμένη και σιγοτραγουδάει κάποιο παλιό τραγουδάκι. Όλα αυτά δημιουργούν ατμόσφαιρα και πολύ δυνατή μάλιστα. Μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα, της παρακμής και του λούμπεν, ο Δαμιανός χτίζει την ιστορία του.

Όμως υπάρχουν, κατά τη γνώμη μου, και αρκετές αδυναμίες, σκηνοθετικές και τεχνικές. Υποτίθεται ότι διαδραματίζεται κάπου στη Βόρεια Ελλάδα αλλά οι σκηνές κάνουν μπαμ ότι είναι γυρισμένη στο Λεκανοπέδιο. Πίσω από τους φαντάρους που εκτελούν ασκήσεις φαίνεται το καρδιόσχημο νταμάρι του Χαϊδαρίου. Οι τεράστιοι γερανοί στο λιμάνι παραπέμπουν σε Πειραιά, Κερατσίνι, Πέραμα. Η σκηνή της βόλτας στο δάσος "φωνάζει" για Πάρνηθα. Ο ήχος δεν είναι πάντα συγχρονισμένος και το "ντουμπλάρισμα" της Ευδοκίας με τη φωνή της Ελένης Ροδά κατά τη γνώμη μου δεν δίνει το καλύτερο αποτέλεσμα. Τέλος η σκηνή του καυγά στην ταβέρνα, στα δικά μου μάτια τουλάχιστον, δεν είναι πειστική. Διάβολε, όταν δύο άντρες πιαστούν στα χέρια το πρώτο που θα κάνουν είναι να χτυπήσει ο ένας τον άλλον με γροθιές, κλωτσιές, καρεκλιές ή οτιδήποτε άλλο. Όχι να πιαστούν από το λαιμό με κεφαλοκλειδώματα και να σπρώχνονται σαν δεκάχρονα παιδάκια. Ο Δαμιανός το έκανε γιατί "δεν ήθελε να φαίνεται αμερικάνικο" (το ξύλο), αλλά σε μένα όλο αυτό φαίνεται λίγο ψεύτικο.

Συμπερασματικά, αξιόλογη ταινία η "Ευδοκία", αλλά μέρος της φήμης της και των καλών κριτικών που έχει λάβει τα οφείλει στο μουσικό της θέμα, που έχει πλήρως αυτονομηθεί από αυτήν και την έχει κατά πολύ ξεπεράσει. 




    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Ιστορικές" ατάκες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου: ένα άτυπο top-10

Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος των δεκαετιών '50, '60 και εν μέρει '70 είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο στην πολιτιστική ζωή αυτής...