24 Ιανουαρίου 2023

"Come with me για να τη βρεις": Η γλώσσα της νεολαίας των '80ς.

 




"Είναι φάση το αγόρι" τραγουδάει η Ρένα Παγκράτη, ενώ ο Σταμάτης Γαρδέλης κάνει "καμάκι" στην Έφη Πίκουλα τραγουδώντας "Come with me για να τη βρεις". Όλα αυτά στην ταινία του 1984 "Έλα να γυμνωθούμε Ντάρλινγκ", μία από τις πολλές "καλτ" ταινίες της εποχής, που διασώζουν κομμάτια από την αργκό της νεολαίας των '80ς.
Θυμάστε τη γλώσσα των '80ς; Κάθε γενιά έχει τη δική της αργκό, τους δικούς της κώδικες επικοινωνίας. Οι σημερινοί νέοι λένε "μπρο" οι νέοι των '80ς έλεγαν "δικέ μου" και "φιλάρα".
Όσοι ήταν νέοι τη δεκαετία του '80 ασφαλώς θα θυμούνται εκφράσεις όπως "τη βρίσκω", "με κούφανες", "καράφλιασα" κλπ. κλπ.
Ας προσπαθήσουμε να τις ξαναθυμηθούμε σ' αυτόν τον πρόχειρο λεξιλογικό οδηγό, κάνοντας και μια μικρή επεξήγηση κάθε λήμματος, για τους νεότερους.
Επειδή είναι πάρα πολλές, στην ανάρτηση αυτή δημοσιεύουμε το πρώτος μέρος (λέξεις και φράσεις από το Α μέχρι το Κ) και θα ακολουθήσει δεύτερο μέρος με τις υπόλοιπες: 

αράζω/ είμαι αραχτός/ αραλίκι: Διαχρονικές λέξεις που λέγονται και σήμερα. Στα '80ς έλεγαν επίσης "άραξε στα κυβικά σου"

άτομο: Συνώνυμο του "άνθρωπος". Λέξη που "έπαιζε" πολύ σε εκφράσεις όπως "τι λέει ρε το άτομο;" "είναι τελείως φευγάτο το άτομο" κλπ.

βαβούρα: Η φασαρία, ο θόρυβος, η οχλαγωγία. Υπήρχε και ροκ συγκρότημα με την επωνυμία "Vavoura Band"

βαβουριάζω: Κάνω θόρυβο, φασαρία.

βασικά: Λέξη-σύμβολο των '80ς, ίσως η πιο εμβληματική και χαρακτηριστική απ' όλες. Ξεκίνησε ίσως από την κομματική-πολιτική γλώσσα και ορολογία και γενικεύτηκε πολύ γρήγορα η χρήση της, μέχρι που έγινε κατάχρηση. Υπήρξε και τίτλος ταινίας που διακωμωδούσε αυτήν ακριβώς την κατάχρηση: "Βασικά καλησπέρα σας"

γαμιστερός/ γαμιστερά: Σήμερα θα έλεγαν "γαμάτος/ γαμάτα". Ο πολύ καλός, ο φίνος, ο τέλειος.

γκάζι/ βρωμόγκαζο: Το γρήγορο και "φτιαγμένο" αυτοκίνητο, κατάλληλο για κόντρες. Και βρωμόγκαζο σε υπερθετικό βαθμό, το κορυφαίο "γκάζι"

γουστάρω: Λέξη γενικής χρήσης που λέγεται και σήμερα φυσικά. Λεγόταν και μόνη της ως επιφώνημα (γουστάρω!) με την έννοια του "τέλεια", "μ' αρέσει"

δε μασάω/ μη μασάς: Δεν υπολογίζω, δε φοβάμαι, δεν χαμπαριάζω.

δικέ μου: Άλλη εμβληματική λέξη των '80ς, ίσως η πιο συχνή και χαρακτηριστική προσφώνηση μεταξύ φίλων και γνωστών.

είναι αφασία/ αφάσιος: "Είναι στην κοσμάρα του" θα λέγαμε σήμερα. Λεγόταν όχι μόνο για πρόσωπα αλλά και για καταστάσεις: "Αφασία το σημερινό θέμα της Έκθεσης"

είναι φάση/ είναι πολύ φάση: Το... αντίθετο της αφασίας. Είναι φάση αυτός/αυτή που μας προκαλεί το ζωηρό ενδιαφέρον. Σήμερα η "φάση" και το "φασώνομαι" έχει πάρει άλλη σημασία στη νεολαιίστικη γλώσσα.

έπαθα πλάκα/ έπαθα την πλάκα μου: Διαχρονική και ευκόλως εννοούμενη. Λέγεται φυσικά και σήμερα.
καβάτζα: Λέξη που προέρχεται από παλιότερες εποχές, από την αργκό της μαγκιάς και του περιθωρίου. Η κρυψώνα.

καβατζώνω: Κρύβω κάτι σε ασφαλές μέρος για να μην το βρούνε. 

και γαμώ... : Έκφραση που συνοδευόταν από πληθυντικό για να υποδηλώσει κάτι πολύ ωραίο, πολύ φίνο, πολύ αρεστό π.χ.:
Η Άννα είναι και γαμώ τις γκόμενες=είναι πολύ ωραία γκόμενα
Ο Τάκης είναι και γαμώ τα παιδιά=είναι πολύ καλό παιδί.

και καλά: Δήθεν, υποτίθεται. "Είναι και καλά επιχειρηματίας"=παριστάνει τον επιχειρηματία. Λέγεται και σήμερα.

και πολύ... : Έμπαινε μπροστά από επίθετο για να υπερτονίσει τη σημασία του, π.χ. ο Μιχάλης είναι και πολύ ξηγημένο παιδί.

καμάκι/ κάνω καμάκι: Παλιότερη των '80ς σίγουρα. "Κάνω καμάκι"=φλερτάρω, την πέφτω σε γυναίκα, και "καμάκι" ο νεαρός άντρας που επιδίδεται στο σπορ. Τα καμάκια είχαν γίνει ήδη διάσημα στις τουρίστριες από τη δεκαετία του '70 και έχουν υμνηθεί στο τραγούδι Do you like the Greece των Αργύρη Κουνάδη και Μάριου Ποντίκα που τραγούδησε ο Αντώνης Καλογιάννης το 1977 (αν και στο τραγούδι δεν αναφέρεται η λέξη "καμάκι")   

καμικάζι: Ο νεαρός που οδηγεί ριψοκίνδυνα μηχανή μεγάλου κυβισμού. Ή λέξη έχει απαθανατιστεί σε τραγούδι (Καμικάζι-1981) και σε ταινία (Καμικάζι αγάπη μου-1983)

καράφλιασα: Ξαφνιάστηκα, έπαθα πλάκα από κάτι τελείως απρόβλεπτο και απρόσμενο. Λεγόταν και περιφραστικά "μου πέσαν τα μαλλιά".

καρεκλάς: Ο λάτρης της μουσικής ντίσκο. Στα '70ς και '80ς ήταν επικές οι κόντρες ροκάδων και καρεκλάδων για το ποια μουσική και ποια συγκροτήματα ήταν καλύτερα.

καψούρης/ καψούρα/ καψουροτράγουδο: Οι λέξεις προέρχονται από την ορολογία των σκυλάδικων, είναι πολύ παλιότερες της δεκαετίας του '80 και δεν χρειάζονται επεξήγηση. Ήδη ο Κώστας Καφάσης τη δεκαετία του '70 τραγουδούσε "Από καψούρα θα πεθάνω"

κοζάρω: Βλέπω, παίρνω μάτι, αντιλαμβάνομαι. "Τον κόζαρα με το που μπήκε μέσα"=τον είδα, τον κατάλαβα. Παλιότερη κι αυτή των '80ς, δε νομίζω ότι λέγεται πλέον.

κολλητός: Λέξη σε ευρεία χρήση και σήμερα αλλά στα '80ς είχε γίνει κατάχρησή της. Τη χρησιμοποιούσαν και σαν προσφώνηση ("άσε μας ρε κολλητέ!"). Κολλητός/ κολλητή είναι βέβαια ο πολύ στενός φίλος/ φίλη. 

κομπλάρω: Άλλη εμβληματική λέξη των '80ς. Σημαίνει κάτι σαν "αγχώνομαι, αδυνατώ να διαχειριστώ μια κατάσταση λόγω άγχους, δειλιάζω μπροστά σε μία πρόκληση"

κουλάρω/ κουλάρισε: Από το αγγλικό cool=χαλαρός, ήρεμος. Σημαίνει ηρεμώ, χαλαρώνω. Λέγεται και σήμερα, αν και πολύ λιγότερο

κουλός/ κουλό: Ο,τιδήποτε είναι παράξενο, εξωπραγματικό, ασυνάρτητο, ανεξήγητο, π.χ. "Τον ρώτησα τι δουλειά είχε εκεί και άρχισε να μου λέει κάτι κουλά" (=ασυναρτησίες, ακαταλαβίστικα). Έχει παλιώσει, δεν λέγεται πλέον. 

κουφάλα: Βρισιά που σημαίνει ύπουλος και πονηρός άνθρωπος (είναι μεγάλη κουφάλα), αλλά σε φιλικό ύφος χρησιμοποιείται και σαν προσφώνηση μεταξύ φίλων (μωρή κουφαλίτσα...) Εξακολουθεί να λέγεται αν και πολύ λιγότερο. 

κουφός/ κουφό: Αυτό που είναι τελείως απροσδόκητο, το μη αναμενόμενο που προκαλεί μεγάλη έκπληξη, π.χ. "Αυτός που ήταν εντελώς άσχετος έγραψε άριστα στις πανελλήνιες! Τελείως κουφό, ε;"

κυρίζι: Νεαρό άτομο που με την όλη εμφάνισή του δείχνει ότι είναι "καλό παιδί", "καθωσπρέπει άτομο" "παιδί των βορείων προαστίων" κλπ. ("Τι θέλουμε εδώ μέσα ρε, εδώ συχνάζουν όλο κυρίζια!").

κυριλές/ κυριλέ: Ο καλοντυμένος, ο καθωσπρέπει. Κυριλέ ντύσιμο=το καθωσπρέπει ντύσιμο, ντύνομαι κυριλέ=βάζω τα καλά μου. Λέγεται και σήμερα.

κωλόπαθα: Έπαθα την πλάκα μου (σε υπερθετικό βαθμό), ξαφνιάστηκα, έμεινα άναυδος.

κωλώνω: Λέξη ευρείας χρήσης στα '80ς, που λέγεται μέχρι σήμερα, αν και όχι στον ίδιο βαθμό. Σημαίνει διστάζω να προχωρήσω σε κάτι, δειλιάζω μπροστά σε μια κατάσταση. Αυτός που κωλώνει είναι "κωλώστρα".

(...συνεχίζεται...)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Ιστορικές" ατάκες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου: ένα άτυπο top-10

Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος των δεκαετιών '50, '60 και εν μέρει '70 είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο στην πολιτιστική ζωή αυτής...