29 Απριλίου 2024

"Ιστορικές" ατάκες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου: ένα άτυπο top-10

Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος των δεκαετιών '50, '60 και εν μέρει '70 είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο στην πολιτιστική ζωή αυτής της χώρας. Με τις ταινίες του έχει μεγαλώσει όχι μόνο η δική μου γενιά, αλλά και κάμποσες ακόμα γενιές, πριν και μετά. Με τις ταινίες αυτές διασκεδάσαμε τα Σαββατιάτικα βράδια της παιδικής μας ηλικίας, γελάσαμε, συγκινηθήκαμε, ταυτιστήκαμε με τις ιστορίες του και τους ήρωές του. Μέσα από τις ταινίες αυτές μάθαμε τους Έλληνες ηθοποιούς: τους ζεν πρεμιέ, τους ωραίους, τους κακούς, τους αστείους, τις μοιραίες γυναίκες, τις κακές και άκαρδες πεθερές και ούτω καθ' εξής. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι ταινίες αυτές, όσες φορές και αν βλέπονται, γοητεύουν πάντα και αρέσουν, και η γοητεία τους είναι διαχρονική και αγγίζει όλες σχεδόν τις ηλικιακές ομάδες: από τους ανθρώπους που τις πρωτοείδαν στο πανί και στις σκοτεινές αίθουσες μέχρι τις πολύ νεαρές σημερινές ηλικίες. 
Όταν άρχισα να γράφω αυτό το σημείωμα ήμουνα σίγουρος ότι θα εύρισκα τόσο πολλές ατάκες από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο άξιες να μνημονευτούν που δεν θα ήξερα ποιες να πρωτοβάλω. Στην πορεία διαπίστωσα ότι ενώ οι ατάκες είναι φυσικά πάρα πολλές, αυτές που έχουν μείνει και έχουν γίνει πραγματικά παροιμιώδεις δεν ξεπερνούν τις 15-20 (με κάπως πιο χαλαρά κριτήρια μπορεί να είναι και λίγο παραπάνω). Αποφάσισα λοιπόν να φτιάξω ένα ιδιότυπο top-10 και να συμπεριλάβω τις 10 πιο εμβληματικές και αναγνωρίσιμες από αυτές, με κάποια μικρή επεξήγηση-ανάλυση για την κάθε μία. Σε κάποιο επόμενο σημείωμα ίσως δούμε και κάποιες ακόμα ατάκες του παλιού ελληνικού σινεμά, λιγότερο ίσως γνωστές και αναγνωρίσιμες.
Ιδού λοιπόν οι δέκα πιο γνωστές και αναγνωρίσιμες ατάκες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, ατάκες που έχουν γίνει παροιμιώδεις:

1. Είναι πολλά τα λεφτά Άρη (Σπύρος Καλογήρου)
Από τη ταινία "Λόλα" (1964) σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου. Ο Στέλιος (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος) προσλαμβάνει έναν μπράβο του υποκόσμου, τον Μαύρο (Σπύρο Καλογήρου), για να εξοντώσει τον Άρη (Νίκο Κούρκουλο) με τον οποίο έχει ανοιχτούς λογαριασμούς. Όταν συναντιούνται ο Κούρκουλος του λέει "είναι ανάγκη να χτυπηθούμε;" και ο Καλογήρου απαντάει "Πολλά τα λεφτά Άρη!". Η φράση έχει γίνει σχεδόν παροιμιώδης όποτε θέλουμε να πούμε σκωπτικά ότι το οικονομικό αντίκρισμα μιας δουλειάς (συνήθως βρομοδουλειάς) είναι μεγάλο.




3 Απριλίου 2024

Αγαπημένοι στιχουργοί στο ελληνικό τραγούδι (1): Μάνος Ελευθερίου

 


Το ελληνικό τραγούδι είναι μια τεράστια δεξαμενή που εκτός από πολλή και καλή μουσική περιέχει επίσης πολλή και καλή ποίηση. Ο στίχος στο ελληνικό τραγούδι είναι ένα κομμάτι ελαφρώς παραγνωρισμένο και οι στιχουργοί διαχρονικά ήταν στη σκιά των τραγουδιστών αλλά και των συνθετών. Κι όμως, ο στίχος στο τραγούδι είναι το ίδιο σημαντικός με τη μουσική και κάποιες φορές θα έλεγα ότι είναι και σημαντικότερος.
Μέσα σε όλον αυτό τον "ωκεανό" του ελληνικού τραγουδιού έχουν γραφτεί κατά καιρούς στιχουργικά αριστουργήματα, ποιήματα πραγματικά, που θα μπορούσαν άνετα να σταθούν αυθύπαρκτα σε ποιητικές συλλογές και σε ανθολογίες. Επειδή ο στίχος είναι ένα πράγμα που ανέκαθεν με ενδιέφερε και με μάγευε στο τραγούδι θα αφιερώσω μια σειρά από άρθρα στους πέντε-έξη πιο μεγάλους του είδους (κατά τα δικά μου πάντα γούστα).
Θα ξεκινήσω λοιπόν με αυτόν που "γνώρισα" χρονολογικά πρώτο και που μου έδωσε το ερέθισμα να ανακαλύψω και να αγαπήσω και τους υπόλοιπους αργότερα. Τα "Μαλαματένια λόγια" από τη "Θητεία" υπήρξε τραγούδι-σταθμός για μένα αφού με έβαλε, σε νεαρότατη ηλικία, στο κόσμο του καλού έντεχνου ελληνικού τραγουδιού και στον κόσμο του καλού, ποιοτικού στίχου. 
Το πρωτοάκουσα στο ραδιόφωνο όπως συνήθως συνέβαινε τότε. Μιλάμε για μια εποχή πού δεν υπήρχε διαδίκτυο, και που οι μόνοι τρόποι για να ακούσεις μουσική ήταν το ραδιόφωνο και ο δίσκος βινυλίου, άντε και καμιά "πειρατική" αντιγραμμένη κασέτα. Το τραγούδι με συνεπήρε με το πρώτο άκουσμα για την μελωδία του αλλά, κυρίως, για τα λόγια του, τα οποία φυσικά ήταν αδύνατον να απομνημονεύσω, και άρχισα να το ψάχνω μανιωδώς στα δισκάδικα. Την εποχή εκείνη όταν άκουγες ένα τραγούδι δεν ήταν αυτονόητο, όπως σήμερα, ότι μπορούσες να βρεις αυτομάτως ποιο είναι. Δεν υπήρχε διαδίκτυο να γκουγκλάρεις, δεν υπήρχαν σμαρτόφωνα με εφαρμογές φωνητικής αναγνώρισης και η μόνη πηγή πληροφόρησης ήταν το ίδιο το ραδιόφωνο, αν τύχαινε και ο παρουσιαστής έκανε αναφορά στον καλλιτέχνη και το τραγούδι. Διαφορετικά θα έπρεπε να κάνεις μαντεψιές για το ποιος τραγουδάει, ποιανού συνθέτη είναι, από ποιον δίσκο κλπ. 
Όταν πήρα στα χέρια μου τη "Θητεία" του Μαρκόπουλου ανοίχτηκε μπροστά μου ένας καινούργιος κόσμος μουσικής και στιχουργικής απόλαυσης. Είχαν προηγηθεί οι "Μετανάστες", επίσης του Μαρκόπουλου, σε στίχους του πολύ αξιόλογου θεατρικού συγγραφέα και στιχουργού Γιώργου Σκούρτη. Όμως στη "Θητεία" η ποίηση του Μάνου Ελευθερίου απογειώνει πραγματικά τα τραγούδια. Από τότε το όνομά του και η υπογραφή του έγιναν στο μυαλό μου συνώνυμα του καλού τραγουδιού και της υψηλής ποιητικής δημιουργίας. Χρησιμοποιώ επίτηδες την λέξη "ποιητικής" και όχι "στιχουργικής" γιατί για μένα οι στίχοι του Ελευθερίου και αρκετών ακόμα που έχουν δώσει το δικό τους στίγμα στο ελληνικό τραγούδι, είναι πραγματική ποίηση, εφάμιλλη, αν όχι ανώτερη, πολλών από τους μεγάλους ποιητές μας.

1 Μαρτίου 2024

Μενέλαος Λουντέμης, ο αγαπημένος συγγραφέας της εφηβείας μας: μια μικρή αποτίμηση.

 

Είχα διαβάσει το "Ένα παιδί μετράει τ' άστρα", το πλέον γνωστό και αναγνωρίσιμο μυθιστόρημα του Λουντέμη στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια, όπως οι περισσότεροι έφηβοι και παιδιά της γενιάς μου. Τότε, τα πρώτα χρόνια μετά την μεταπολίτευση, ο Λουντέμης ήταν "must", κάτι σαν μόδα, όπως μόδα ήταν τότε πλήθος συγγραφείς, ποιητές, καλλιτέχνες και πνευματικοί άνθρωποι της ευρύτερης Αριστεράς, ειδικά όσων το έργο είχε κάποια, μικρή ή μεγαλύτερη, πολιτική χροιά. Βέβαια τα χρόνια εκείνα ο Λουντέμης έχαιρε μιας γενικότερης εκτίμησης και αναγνώρισης και απόδειξη τούτου είναι ότι οι άνθρωποι που μου είχαν κάνει τότε δώρο εκείνο το βιβλίο ούτε κατά διάνοια δεν ήταν αριστεροί. Επειδή για κάποιο λόγο εκείνο το βιβλίο έχει πια χαθεί από τη βιβλιοθήκη μου, το αναζήτησα σε κάποια φιλική βιβλιοθήκη, το βρήκα και το ξαναδιάβασα πριν από 2-3 χρόνια. Σε άλλη έκδοση βέβαια, νεότερη και σε μονοτονικό.

Ξαναθυμήθηκα λοιπόν, μετά από πολλά χρόνια τις περιπέτειες και την αγωνία του Μέλιου στο εξατάξιο Γυμνάσιο της Έδεσσας, κάπου στη δεκαετία του 1920. Αυτό "μ' έβαλε στα αίματα" να αναζητήσω και να διαβάσω και τα υπόλοιπα 3 μυθιστορήματα του Λουντέμη που αποτελούν τη λεγόμενη "τετραλογία του Μέλιου", αφού ουσιαστικά αφηγούνται την ίδια ιστορία σε συνέχειες: "Συννεφιάζει", "Αγέλαστη άνοιξη", "Κάτω από τα κάστρα της ελπίδας". Ολοκληρώνοντας πρόσφατα και το τελευταίο νομίζω πως είναι πλέον μια καλή στιγμή να γράψω δυο λόγια για το έργο του Λουντέμη.

3 Ιανουαρίου 2024

Η έκπτωση ενός "βασιλιά"


 Όχι, δεν μιλάω για κάποιον γαλαζοαίματο που έχασε ξαφνικά το θρόνο του. Απλώς, ο πρόσφατος θάνατος του Χρήστου Λέντζου, του ανθρώπου που συνέδεσε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον το όνομά του με τον φραπέ, μου έδωσε την αφορμή και το έναυσμα να γράψω κάτι για τον καφέ που για πολλά χρόνια ήταν ο αδιαφιλονίκητος "βασιλιάς" του καφέ στην Ελλάδα.

Ο φραπέ ή "φραπές" επί το λαϊκότερον, ξεκίνησε ως μια επινόηση του Δημήτρη Βακόνδιου το 1957 και για πολλά χρόνια κυριάρχησε στις προτιμήσεις των Ελλήνων, αρχικά ως καφές της νεολαίας και κατόπιν ως καφές των πάντων. Ουσιαστικά πρόκειται για μια παραλλαγή του ζεστού στιγμιαίου καφέ, του νες όπως έχει επικρατήσει να τον λέμε στην Ελλάδα (άλλη ενδιαφέρουσα ιστορία αυτή, πώς δηλαδή το όνομα μιας μάρκας καφέ ταυτίστηκε με το ίδιο το είδος).

Ο Βακόνδιος ήταν υπάλληλος της "Νεστλέ", της εταιρείας που είχε φέρει τον στιγμιαίο καφέ "νεσκαφέ" στην Ελλάδα. Το Σεπτέμβριο του 1957 στον χώρο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης θέλησε να φτιάξει έναν καφέ αλλά μη έχοντας πρόχειρο ζεστό νερό χτύπησε λίγο νεσκαφέ με κρύο νερό και ζάχαρη κι έτσι... γεννήθηκε ο φραπέ! Αυτός είναι και ο λόγος που η Θεσσαλονίκη θεωρείται η... γενέτειρα του φραπέ, και ο καφές αυτός έχει γίνει έμβλημα της πόλης μαζί με το κουλούρι Θεσσαλονίκης και τη μπουγάτσα.

Το νέο είδος καφέ διαδόθηκε αμέσως ταχύτατα μεταξύ της νεολαίας ενώ οι μεγαλύτερες ηλικίες, μαθημένες στον παραδοσιακό "ελληνικό" τον αντιμετώπισαν, όπως ήταν φυσικό, με δυσπιστία. ("Κρύος καφές με παγάκια που πίνεται με καλαμάκι; Μα είναι καφές αυτός;")

12 Οκτωβρίου 2023

"Ευδοκία": Ένα μυθικό ζεϊμπέκικο και μια ταινία-σταθμός του ελληνικού κινηματογράφου.

 



Ήθελα από καιρό να γράψω κάτι για την "Ευδοκία", την ιστορική (πλέον) ταινία του Αλέξη Δαμιανού, αλλά είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που την είχα παρακολουθήσει και η μνήμη χρειαζόταν ένα φρεσκάρισμα. Τις τελευταίες μέρες βρήκα λίγο χρόνο και έκατσα και την ξαναείδα ολόκληρη, κι έτσι προέκυψε αυτό το άρθρο.

Η ταινία υπήρχε ολόκληρη online εδώ αλλά δυστυχώς ο σχετικός λογαριασμός έχει καταργηθεί.

Κατ' αρχάς ας ξεκινήσουμε από μια γενική διαπίστωση. Υπάρχουν δύο ξεχωριστά "φαινόμενα" για τα οποία μπορεί να μιλήσει κανείς όταν αναφέρεται στην "Ευδοκία": η ταινία αυτή καθ' εαυτή και το θρυλικό "Ζεϊμπέκικο" το επονομαζόμενο και "Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας". Κι αυτό επειδή το δεύτερο, από τα πρώτα κιόλας χρόνια έχει πλήρως "αυτονομηθεί", ακολουθώντας μια τελείως δική του και ανεξάρτητη πορεία. Ας τα δούμε λοιπόν χωριστά, ξεκινώντας όμως ανάποδα, με το μουσικό θέμα πρώτα και μετά με την ίδια την ταινία.

Το τέλος των ψευδαισθήσεων.

Τα όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας είναι σα να επιβεβαιώνουν μέσα μου μια διαπίστωση που έχω κάνει εδώ κα...