1 Μαρτίου 2024

Μενέλαος Λουντέμης, ο αγαπημένος συγγραφέας της εφηβείας μας: μια μικρή ατοτίμηση.

 

Είχα διαβάσει το "Ένα παιδί μετράει τ' άστρα", το πλέον γνωστό και αναγνωρίσιμο μυθιστόρημα του Λουντέμη στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια, όπως οι περισσότεροι έφηβοι και παιδιά της γενιάς μου. Τότε, τα πρώτα χρόνια μετά την μεταπολίτευση, ο Λουντέμης ήταν "must", κάτι σαν μόδα, όπως μόδα ήταν τότε πλήθος συγγραφείς, ποιητές, καλλιτέχνες και πνευματικοί άνθρωποι της ευρύτερης Αριστεράς, ειδικά όσων το έργο είχε κάποια, μικρή ή μεγαλύτερη, πολιτική χροιά. Βέβαια τα χρόνια εκείνα ο Λουντέμης έχαιρε μιας γενικότερης εκτίμησης και αναγνώρισης και απόδειξη τούτου είναι ότι οι άνθρωποι που μου είχαν κάνει τότε δώρο εκείνο το βιβλίο ούτε κατά διάνοια δεν ήταν αριστεροί. Επειδή για κάποιο λόγο εκείνο το βιβλίο έχει πια χαθεί από τη βιβλιοθήκη μου, το αναζήτησα σε κάποια φιλική βιβλιοθήκη, το βρήκα και το ξαναδιάβασα πριν από 2-3 χρόνια. Σε άλλη έκδοση βέβαια, νεότερη και σε μονοτονικό.

Ξαναθυμήθηκα λοιπόν, μετά από πολλά χρόνια τις περιπέτειες και την αγωνία του Μέλιου στο εξατάξιο Γυμνάσιο της Έδεσσας, κάπου στη δεκαετία του 1920. Αυτό "μ' έβαλε στα αίματα" να αναζητήσω και να διαβάσω και τα υπόλοιπα 3 μυθιστορήματα του Λουντέμη που αποτελούν τη λεγόμενη "τετραλογία του Μέλιου", αφού ουσιαστικά αφηγούνται την ίδια ιστορία σε συνέχειες: "Συννεφιάζει", "Αγέλαστη άνοιξη", "Κάτω από τα κάστρα της ελπίδας". Ολοκληρώνοντας πρόσφατα και το τελευταίο νομίζω πως είναι πλέον μια καλή στιγμή να γράψω δυο λόγια για το έργο του Λουντέμη.

Η πρώτη και βασική παρατήρηση που έχω να κάνω είναι ότι το "Ένα παιδί μετράει τ' άστρα" δεν είναι άδικα το μπεστ σέλλερ του συγγραφέα, το πιο γνωστό, αγαπημένο και πολυδιαβασμένο έργο του. Είναι χωρίς αμφιβολία το καλύτερο (με διαφορά) από τα τέσσερα σε όλα τα επίπεδα: αφήγηση, πλοκή, δημιουργία και  αποτύπωση των χαρακτήρων των ηρώων, ψυχολογική εμβάθυνση. Στο "Παιδί" ο Λουντέμης δίνει μια καλά δομημένη ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Η αφήγηση είναι γλαφυρή αλλά "σφιχτή", χωρίς κοιλιές και χωρίς σημεία που να κουράζουν. Οι διάλογοι ζωντανοί και παραστατικοί, το χιούμορ υπόγειο και σαρκαστικό. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημά του έναντι των άλλων τριών είναι οι στέρεα δομημένοι χαρακτήρες. Στο "Παιδί" ο Λουντέμης φτιάχνει πρωταγωνιστές με χαρακτήρα, υπόσταση και ρόλο. Ο μπάρμπα-Θόδος, ο Μπίθρος, ο Ανέστης, οι καθηγητές, η Αγράμπελη, ο Δακρυτζίκος, είναι μερικοί μόνο από αυτούς.
Το δεύτερο δυνατό σημείο του έργου είναι η πλοκή, η ιστορία. Ο Λουντέμης αφηγείται μια ιστορία με συνέχεια, δεν είναι μεμονωμένα επεισόδια από τη ζωή του ήρωά του. Υπάρχει το ξεκίνημα και όλη η ενδιάμεση πορεία με συγκρούσεις και εντάσεις που οδηγούν σιγά-σιγά στο δραματικό φινάλε: στην αποπομπή του παιδιού από το σχολείο και στο γκρέμισμα του εφηβικού του έρωτα.
Τέλος ένα τρίτο πλεονέκτημα του "Παιδιού" είναι ότι ίσως είναι το λιγότερο "στρατευμένο" από τα τέσσερα. Ο Λουντέμης εδώ δεν κάνει κατήχηση ή κι αν την κάνει σε ορισμένα σημεία αυτή είναι αδιόρατη και αριστοτεχνικά ενταγμένη στην πλοκή. Ο "διδακτισμός" για τον οποίο πολλοί τον έχουν κατηγορήσει, είναι ασφαλώς λιγότερο εμφανής εδώ απ' ότι σε άλλα βιβλία του.

Ας δούμε όμως και τα άλλα τρία βιβλία στα οποία ο Λουντέμης ξεδιπλώνει, σε μια άτυπη τετραλογία, τη ζωή του ήρωά του, του Μέλιου. Από τα τέσσερα μυθιστορήματα της σειράς, το πιο "αδύναμο" κατά τη γνώμη μου είναι το "Συννεφιάζει". Εδώ η πλοκή είναι υποτυπώδης. Το παιδί, που έχει έρθει πρόσφυγας μέσα στη δίνη της ανταλλαγής πληθυσμών μετά τη μικρασιατική καταστροφή, περιπλανιέται σε διάφορες περιοχές της Μακεδονίας και η αφήγηση απλώς το παρακολουθεί. Οι υπόλοιποι ήρωες το πλαισιώνουν χωρίς να παίζουν κάποιο σημαντικό ρόλο. Δεν υπάρχει "στόρι" και τα διάφορα επεισόδια της αφήγησης μοιάζουν ξεκομμένα: Η φιλία του με τον Σουκρή, ο παιδικός του έρωτας με τη Σίικα, η σκληρή ζωή στο τουβλάδικο, οι κακουχίες και η αρρώστια... Την αναιμική αφήγηση δυσκολεύει ακόμα περισσότερο η γλώσσα των διαλόγων, αφού οι περισσότεροι ήρωες μιλάνε υποτυπώδη ελληνικά και ο αναγνώστης δυσκολεύεται συχνά να τους καταλάβει. Συμπερασματικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι το "Συννεφιάζει" είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα λαογραφική και ηθογραφική καταγραφή μιας κατάστασης και μιας εποχής αλλά ως μυθοπλασία είναι πολύ αδύναμο.

Το τρίτο της σειράς, με βάση την εξέλιξη της ιστορίας, είναι η "Αγέλαστη Άνοιξη". Εδώ ο Μέλιος που έχει διωχτεί από το Γυμνάσιο, περιπλανιέται στα χωριά της Μακεδονίας, συναντά χωρικούς, γύφτους  αλλά και εξαθλιωμένους πρόσφυγες και τελικά προσλαμβάνεται ως δάσκαλος από κάποιους τσελιγκάδες στην Αξιοκώμη, ένα χωριό που πρέπει να ήταν κάπου κοντά στο Κιλκίς. Εδώ η αφήγηση είναι πιο "σφιχτή" από το "Συννεφιάζει" και η πλοκή πιο ενδιαφέρουσα. Χωρίς να φτάνει την αφηγηματική μαεστρία του "Ένα παιδί μετράει τ' άστρα" έχει ενδιαφέρουσες σκηνές και αξιόλογους χαρακτήρες. Ο σοφός αλλά εξαθλιωμένος πρόσφυγας Πυθαγόρας, ο φιλότιμος και καλόκαρδος χωριάτης Στρατής, ο δύστροπος και ύπουλος τσέλιγκας Μήτρο-κεχαγιάς, οι "δασκαλοδάσκαλοι" Κουντουράς και Δελμούζος, ο θυμόσοφος κτηνοτρόφος Καημέναγας... Κορυφαίες στιγμές του βιβλίου: Η επιστροφή του Μέλιου στην Έδεσσα όπου ξανασυναντά τον Χαμωλιά και τον Δακρυτζίκο, αλλά και την Καλιοντζή και μαθαίνει με πόνο ότι η Αγράμπελη έχει παντρευτεί. Οι "δασκαλοδάσκαλοι" που τους φέρνουν στο χωριό οι τσελιγκάδες για να ταπεινώσουν το Μέλιο αλλά αυτοί καταλήγουν να τον συγχαρούν για το έργο του. Και βέβαια το επεισοδιακό φινάλε όπου ο πρωταγωνιστής μπαίνει στη μέση για να προστατέψει τους γύφτους και τον παλιό του φίλο Μπίθρο από τους χωροφύλακες που τους ξυλοκοπούν άγρια και μπαίνει στο στόχαστρο της "εξουσίας".

Συνέχεια της "Άνοιξης" είναι το "Κάτω από τα κάστρα της ελπίδας". Εδώ ο ήρωας, κυνηγημένος και με το φόβο της αστυνομίας να τον "καταδιώκει" καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη για να "χαθεί" μέσα στο ανώνυμο πλήθος και να μην δίνει στόχο. Η πρώτη του επαφή με την μεγάλη πόλη είναι σοκαριστική καθώς πέφτει θύμα ληστείας από δυο μικροκακοποιούς που του αρπάζουνε σχεδόν όλες τις οικονομίες. Απένταρος και ταλαιπωρημένος, περιπλανιέται επί μακρόν στους δρόμους της πόλης, έρχεται σε επαφή με παράνομους, μικροαπατεώνες και πόρνες και βρίσκει προσωρινό καταφύγιο σε περιθωριακά καφενεία και σε μια... βάρκα στην οποία μπαίνει για να περάσει τη νύχτα του. Αυτό το τελευταίο παραλίγο να το πληρώσει με τη ζωή του αφού κάποιοι "έξυπνοι" λύνουν τη βάρκα και ο φίλος μας βρίσκεται... ναυαγός στα ανοιχτά του Θερμαϊκού! Αφού διασώζεται τελικά από ένα καΐκι, βρίσκει δουλειά, με την βοήθεια μιας φίλης του (που είναι ερωτευμένη μαζί του) ως βιβλιοθηκάριος σε μια ιδιωτική βιβλιοθήκη. Εκεί γνωρίζει διάφορους τύπους της πόλης και κυρίως κάποιες "δεσποινίδες" της καλής κοινωνίας οι οποίες ερωτοτροπούν μαζί του, λιγότερο ή περισσότερο φανερά. Παθαίνει σοκ όταν κάποια μέρα εμφανίζεται ως πελάτισσα η Αγράμπελη και του μιλάει με πολύ πόνο για τη ζωή της που έχει καταστραφεί, χωρίς ωστόσο να του λέει άλλες λεπτομέρειες. Τελικά ο πλατωνικός έρωτάς του με τη Δόξα, μια από τις πελάτισσες της βιβλιοθήκης, γίνεται αιτία να τσακωθεί με το αφεντικό του και να φύγει κακήν-κακώς από τη δουλειά. Στο τέλος, κι ενώ περιπλανιέται και πάλι στους δρόμους, συναντά ξανά την Αγράμπελη και ανακαλύπτει το φρικτό της μυστικό. 
Και στο βιβλίο αυτό ο Λουντέμης ακολουθεί το γνωστό γλαφυρό και ελαφρώς μελοδραματικό ύφος του. Η πλοκή δεν φτάνει στη δύναμη που βρίσκουμε στο "Παιδί" αλλά είναι κατά τη γνώμη μου υποδεέστερη και από εκείνη της "Άνοιξης". Οι χαρακτήρες εμφανίζονται ως "κομήτες" στην αφήγηση, χωρίς να διεκδικούν κάποιο σημαντικό διακριτό ρόλο. Ο μικροαπατεώνας Σφυρίχτρας, η ιερόδουλος Φωτεινή, η φίλη του η Κλεοπάτρα, ο στυφός "φιλόσοφος" καφετζής, ο κύριος Παχής, το αφεντικό του το "βατράχι", όλοι έρχονται και περνούν σχεδόν αδιάφορα, χωρίς να έχουν κάτι να αφήσουν. Οι μόνοι στους οποίους εμβαθύνει λίγο παραπάνω ο συγγραφέας είναι ο μπαρμπα-Αναθρεφτός (στην πατρική φιγούρα του οποίου ο Μέλιος ξαναβρίσκει τον μπαρμπα-Θόδο του σχολειού) και η Δόξα. Οι μακρείς εσωτερικοί μονόλογοι, όπου ο ήρωας μιλάει ουσιαστικά με τον εαυτό του, κουράζουν, ενώ η ξαφνική εμφάνιση δύο αριστερών οι οποίοι κάνουν τη σχετική "κατήχηση" στον Μέλιο, εμένα προσωπικά με ξένισε λίγο και με "ξενέρωσε" μέσα στη ροή του βιβλίου. Τέλος, μελοδραματικό και λίγο εκτός πραγματικότητας βρήκα και το φινάλε, ταιριαστό ίσως για κάποια μελό ταινία του '60, αλλά όχι για ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου.

Συμπερασματικά: Το "Ένα παιδί μετράει τ' άστρα" είναι το κορυφαίο μυθιστόρημα της τετραλογίας και ίσως ό,τι καλύτερο μας έχει δώσει ο Λουντέμης στο έργο του. Από τα υπόλοιπα τρία βιβλία το πιο αδύναμο σε περιεχόμενο και σε υπόθεση είναι κατά τη γνώμη μου το "Συννεφιάζει" ενώ τα άλλα δύο θα τα έβαζα κοντά-κοντά με κάποια ελαφρά υπεροχή της "Άνοιξης". Αξίζει όμως να διαβάσει κανείς ολόκληρη την τετραλογία γιατί είναι μια αξιόλογη σειρά βιβλίων που παρουσιάζει μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Κατά τη γνώμη μου θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να είχαν γραφτεί και τα τέσσερα βιβλία ως ένα μυθιστόρημα, ενιαίο, το οποίο θα παρακολουθούσε τη ζωή του ήρωα από παιδάκι μέχρι και το σπαραχτικό και απροσδόκητο φινάλε των "Κάστρων". Με πολύ πιο δεμένη και συνεκτική αφήγηση ασφαλώς, και με την αφαίρεση πολλών κομματιών που την "βαραίνουν" και πλατειάζουν. Αλλά αυτό είναι απλώς μια υπόθεση εργασίας... 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Ιστορικές" ατάκες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου: ένα άτυπο top-10

Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος των δεκαετιών '50, '60 και εν μέρει '70 είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο στην πολιτιστική ζωή αυτής...