Μεγαλοβδομάδα ξεκινάει σήμερα ας βάλουμε κάτι σχετικό με την ατμόσφαιρα και τη θεματολογία των ημερών.
Θα 'ταν γύρω στο 1980, λίγο πριν λίγο μετά, δεν έχει και τόση σημασία. Έφηβος ων, παρακολουθούσα το πρώτο και πλέον "ιστορικό" τάλεντ σόου της ελληνικής τηλεόρασης, το θρυλικό "Να η Ευκαιρία!"
Ταλέντα απ' όλη τη Ελλάδα, νεαρά παιδιά ή και λιγότερο νεαρά, που είχαν ή που πίστευαν ότι έχουν ταλέντο στο τραγούδι, στο χορό, στην υποκριτική εμφανίζονταν μπροστά σε μια τετραμελή επιτροπή "ειδικών", καταξιωμένων ανθρώπων του θεάματος, παρουσίαζαν κάποιο κομμάτι από τη δουλειά τους και βαθμολογούνταν: ένα τραγούδι (το πιο συνηθισμένο), μια μουσική σύνθεση, ένα θεατρικό σκετς, ένα χορευτικό.
Δεν θυμάμαι εάν υπήρχε και κατηγορία "κινηματογράφος" στους διαγωνιζόμενους αλλά η παρουσία σκηνοθέτη του κινηματογράφου στην επιτροπή υποδηλώνει ότι μπορεί και να υπήρχε. Τα μέλη της επιτροπής ήταν ο μουσικοσυνθέτης Γιώργος Κατσαρός, η χορογράφος Σάσα Ντάριο, ο σκηνοθέτης Γρηγόρης Γρηγορίου και η θεατρική κριτικός Ροζίτα Σώκου. Παρουσιάστρια ήταν, αν θυμάμαι καλά, η Ρένα Καπιτσαλά.
Κάποια στιγμή προστέθηκε και η κατηγορία "στίχος" στην εκπομπή και η επιτροπή εμπλουτίστηκε και με πέμπτο μέλος, τον μεγάλο στιχουργό μας Λευτέρη Παπαδόπουλο. Κάθε μέλος της επιτροπής ήταν κατ' εξοχήν ειδικό να μιλήσει για το γνωστικό του αντικείμενο και στο τέλος όλοι μαζί βαθμολογούσαν τον διαγωνιζόμενο με βαθμό που είχε άριστα το 10. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος από τις πρώτες κιόλας παρουσίες του στην εκπομπή απέκτησε τη φήμη του σκληρού, αυστηρού αλλά δίκαιου κριτή. Τσιγκούνης και αυστηρός στους βαθμούς του, τα έλεγε "χύμα" και "έξω απ' τα δόντια" στους διαγωνιζόμενους, με το γνωστό "λαϊκό" του ύφος και δεν δίσταζε να τους κατακεραυνώσει και να τους προσγειώσει ανώμαλα όποτε θεωρούσε ότι αυτό που παρουσίαζαν ήταν κατώτερο του αναμενόμενου.
Κάποιος φουκαράς νεαρός λοιπόν πήγε να διαγωνιστεί στην κατηγορία "στίχος" και παρουσίασε ένα ποίημά του που είχε θέμα σχετικό με την Παναγία και τα πάθη του Χριστού. Ούτε που θυμάμαι φυσικά τι έλεγε το ποίημα. Όταν τελείωσε την απαγγελία, πήρε το λόγο ο Παπαδόπουλος, όπως συνηθιζόταν. Ο πλέον "ειδικός" από τους κριτές έκανε την πρώτη (και καθοριστική) κριτική και ακολουθούσαν οι υπόλοιποι.
Ο Παπαδόπουλος με αυστηρό ύφος επεσήμανε στον διαγωνιζόμενο τις αδυναμίες και τα λάθη του στιχουργήματός του. Του είπε πως ναι μεν αυτό που είχε γράψει είναι μια καλή αρχή αλλά πως χρειάζεται πολλή δουλειά και πολλή προσπάθεια ακόμα για να γράψει κάτι πραγματικά αξιόλογο.
Και τελείωσε την κριτική τους ως εξής: "Άκου λοιπόν πώς πραγματεύεται το ίδιο θέμα, το θείο Πάθος από την πλευρά της Παναγίας, ένας από τους μεγάλους ποιητές μας, ο Κώστας Βάρναλης, στο ποίημά του 'Η Μάνα του Χριστού':
Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι,ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφαν
κι αν η μάβρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
νά που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!
Α! πώς είχα σα μάνα κ’ εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ' από μίση!
Ένα κόκκινο σπίτι σ’ αυλή με πηγάδι...
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδι,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.
Κι’ άμ’ ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν΄ανασαίνει βαθιά τ’ όλο κέδρον αγέρι.
Κ’ αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ήσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν’ αρχίσει.
Κι ο κατόχρονος θάνατος θά φτανε μέλι
και πολλή φύτρα θά φηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ’ αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.
Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρην ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...
Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρω περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.
Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιέ μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.
Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιο τ’ όνομά σου!
Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη
κι όσο ο γήλιος να πέσει και να 'ρθει το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ’ οι φίλοι.
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τί πες «Νά με»!
Αχ! δεν ξέρει, τί λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου