Βέβαια ο "Ερωτόκριτος" του Κορνάρου δεν είναι ένα εύκολο ανάγνωσμα. Είναι ένα έπος που αποτελείται από 10.012 δεκαπεντασύλλαβους στίχους, γραμμένους στην κρητική διάλεκτο του 17ου αιώνα, και είναι, τόσο από πλευράς έκτασης, όσο και από πλευράς κατανόησης, ένα δύσκολο βιβλίο. Αυτό όμως που με συνεπήρε περισσότερο εκτός από το έργο αυτό καθ' αυτό, ήταν η εκτεταμένη εισαγωγή του, όπου εξετάζεται εξαντλητικά το θέμα των πηγών, της χρονολόγησης του έργου και (το πιο γοητευτικό απ' όλα) της ταυτότητας του ποιητή.
Λίγα λόγια για το έργο: Ο "Ερωτόκριτος" όπως ειπώθηκε και παραπάνω είναι ένα επικό-ερωτικό ποίημα, γραμμένο σε 10.012 ιαμβικούς, δεκαπεντασύλλαβους και ομοιοκατάληκτους στίχους. Είναι διαρθρωμένο σε πέντε μέρη, Α΄, Β' , Γ΄, Δ' και Ε΄ και θέμα του είναι ο έρωτας δύο νέων, του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας, που μετά από πολλές περιπέτειες οδηγείται τελικά σε αίσιο τέλος. Το έργο διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, ο κόσμος όμως που απεικονίζει είναι σύνθετο κατασκεύασμα που δεν ανταποκρίνεται σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα: παράλληλα με τις αρχαιοελληνικές αναφορές, εμφανίζονται αναχρονισμοί και πολλά στοιχεία του δυτικού κόσμου, όπως η κονταρομαχία.
Ο Ηράκλης είναι βασιλιάς της Αθήνας και έχει μια όμορφη κόρη, την Αρετούσα, την οποία ερωτεύεται ο νεαρός Ερωτόκριτος, γιος του Πεζόστρατου, πιστού αυλικού του βασιλιά. Ο Ερωτόκριτος εξομολογείται τον έρωτά του στον πιστό του φίλο Πολύδωρο, ενώ συγχρόνως κάνει τις νύχτες "καντάδες" στην Αρετούσα, τραγουδώντας και παίζοντας λαούτο, χωρίς όμως να φανερώνει την ταυτότητά του. Η Αρετούσα μπαίνει κάποια μέρα κρυφά στην κάμαρα του Ερωτόκριτου, ενώ αυτός λείπει, και ανακαλύπτει μια ζωγραφιά που έχει φτιάξει γι' αυτήν, ένα δικό της πορτραίτο, και καταλαβαίνει ότι αυτός είναι ο άγνωστος λαουτιέρης. Η Αρετούσα ανταποκρίνεται στον έρωτά του και οι δυο νέοι αρχίζουν να βλέπονται κρυφά. Ο Ερωτόκριτος παίρνει την απόφαση να φανερώσει τον έρωτά του στον πατέρα του και ζητάει από τον Πεζόστρατο να πάει και να ζητήσει για λογαριασμό του το χέρι της Αρετούσας. Όμως η εξέλιξη δεν είναι η αναμενόμενη καθώς ο βασιλιάς οργίζεται με το θράσος του Πεζόστρατου και του γιού του και αποφασίζει να εξορίσει τον Ερωτόκριτο. Συγχρόνως φτάνουν προξενιά για την Αρετούσα από το βασιλόπουλο του Βυζαντίου. Ο Ερωτόκριτος φεύγει για την εξορία, αφού πρώτα συναντά μυστικά την Αρετούσα και αρραβωνιάζονται, με την κοπέλα να του χαρίζει ένα δαχτυλίδι της ως επιβεβαίωση του αρραβώνα τους. Ο βασιλιάς, που υποψιάζεται ότι η κόρη του είναι ερωτευμένη με τον Ερωτόκριτο, αποφασίζει να επισπεύσει τον γάμο της με το βασιλόπουλο του Βυζαντίου, αλλά η Αρετούσα αρνείται επίμονα. Τότε ο βασιλιάς οργισμένος την φυλακίζει, μαζί με την παραμάνα της, που προσπαθεί να την δικαιολογήσει. Τρία χρόνια μετά μια εχθρική φυλή, οι Βλάχοι, με τον βασιλιά τους Βλαντίστρατο εισβάλλουν στην χώρα και πολιορκούν την Αθήνα. Ο Ερωτόκριτος αποφασίζει να επιστρέψει από την εξορία και να πολεμήσει στο πλευρό του βασιλιά της Αθήνας, αφού πρώτα όμως έχει αλλάξει όψη, με τη βοήθεια ενός μαγικού φίλτρου και έχει γίνει αγνώριστος. Πραγματικά πολεμάει με γενναιότητα και συμβάλλει αποφασιστικά στην απόκρουση και την κατανίκηση των εισβολέων. Σε μια κρίσιμη μάχη μάλιστα σώζει τη ζωή του ίδιου του βασιλιά. Τελικά με συμφωνία των δύο αντιπάλων αποφασίζεται η έκβαση του πολέμου να κριθεί με μονομαχία του Ερωτόκριτου με τον ανιψιό του βασιλιά των Βλάχων, τον Άριστο. Ο Ερωτόκριτος νικά και σκοτώνει τον Άριστο, αλλά τραυματίζεται βαριά και ο ίδιος. Μεταφέρεται στο παλάτι βαριά τραυματισμένος και όταν μετά από πολύ καιρό γίνεται καλά, ο βασιλιάς θέλει να τον ανταμείψει πλουσιοπάροχα για τις υπηρεσίες του. Τότε ο Ερωτόκριτος του ζητά το χέρι της κόρης του. Ο βασιλιάς του ανακοινώνει ότι δυστυχώς η κόρη του αρνείται επίμονα οποιαδήποτε συζήτηση για γάμο, αλλά αυτός επιμένει να την δει στη φυλακή. Εκεί, αγνώριστος πάντα, της ζητάει να τον παντρευτεί αλλά αυτή αρνείται. Τότε αυτός βγάζει και της δίνει, ως δώρο σεβασμού και εκτίμησης, το δαχτυλίδι του. Η Αρετούσα ταράζεται γιατί αναγνωρίζει το δικό της δαχτυλίδι που είχε χαρίσει στον Ερωτόκριτο κατά τον αποχωρισμό τους και του ζητάει επίμονα να του πει πού το βρήκε. Τότε αυτός επινοεί μία φανταστική ιστορία, ότι τάχα του το έδωσε ένας νεαρός πολεμιστής λίγο πριν ξεψυχήσει με το όνομα της Αρετούσας στα χείλη του. Η Αρετούσα αρχίζει να θρηνεί γιατί καταλαβαίνει ότι ο αγαπημένος της δεν ζει πια και τότε ο Ερωτόκριτος παίρνει το αντίδοτο από το μαγικό υγρό και ξαναγίνεται όπως πριν, η Αρετούσα τον αναγνωρίζει βεβαίως και πέφτουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου μέσα σε κλάματα χαράς. Το έργο τελειώνει με το γάμο του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας και... ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, όπως στα παραμύθια.
Ένα από τα χαρακτηριστικά της στιχουργικής του Ερωτόκριτου είναι ότι απουσιάζει σχεδόν εντελώς ο μετρικός διασκελισμός, ή να το πούμε πιο απλά, κάθε ομοιοκατάληκτο δίστιχο εκφράζει ένα ολοκληρωμένο νόημα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα πολλά από αυτά τα δίστιχα να έχουν "αυτονομηθεί" και να κυκλοφορούν ως "αποφθέγματα" (ή ως μαντινάδες αν προτιμάτε) από στόμα σε στόμα. Μόνα τους ή μαζί με άλλα σε μικρά αποσπάσματα.
Παράδειγμα:
Τα μάτια δεν καλοθωρού στο μάκρεμα του τόπου
μα πλια μακρά και πλια καλά θωρεί η καρδιά τ' αθρώπου.
Εκείνη βλέπει στα μακρά και στα κοντά γνωρίζει
κι εις σ' έναν τόπο βρίσκεται κι εισέ πολλούς γυρίζει
Τα μάτια να 'ναι κι ανοικτά, τη νύκτα δε θωρούσι
μέρα και νύκτα της καρδιάς τα μάτια συντηρούσι.
Χίλια μάτιά 'χει ο λογισμός, μερού νυκτού βιγλίζου,
χίλια η καρδιά και πλιότερα, κι ουδέ ποτέ σφαλίζου.
(Α 1077-1084)
Επίσης:
Απ' ό,τι κάλλη έχει άθρωπος, τα λόγια 'χουν τη χάρη
να κάνουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρει,
κι όπου κατέχη να μιλεί με γνώση και με τρόπο,
κάνει και κλαίσιν και γελού τα μάτια των αθρώπω.
(Α 887-890)
Όμως σκοπός μου σ' αυτό το σύντομο άρθρο δεν είναι βέβαια να κάνω φιλολογική ανάλυση του "Ερωτόκριτου". Το έχουν κάνει πριν από μένα πολλοί, και απείρως πιο έμπειροι μελετητές. Σκοπός μου είναι να αναφερθώ κυρίως στον "Ερωτόκριτο" σαν τραγούδι, σαν μουσικό άκουσμα. Γιατί πιστεύω ότι αν ένα ποίημα μπορεί να αγγίξει έναν αναγνώστη η μελοποίησή του μπορεί, με τις κατάλληλες προϋποθέσεις, να τον μαγέψει και να πολλαπλασιάσει το συναίσθημα επί δέκα. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του το ποίημα του Κορνάρου έγινε ιδιαίτερα αγαπητό στην Κρήτη και εκτεταμένα κομμάτια του είχαν μελοποιηθεί και τραγουδιόνταν. Πρόκειται ίσως για μοναδικό φαινόμενο λόγιου έργου που από την αρχή της δημιουργίας του αγαπήθηκε τόσο πολύ από το λαό, της Κρήτης αρχικά, και ολόκληρου του ελληνόφωνου κόσμου αργότερα. Γιατί ο "Ερωτόκριτος", όσο κι αν ξεγελά η γλώσσα του, είναι ένα λόγιο έργο, δημιούργημα ενός ανθρώπου μορφωμένου και πιθανότατα δίγλωσσου. Κι όμως, ο λαός το αγκάλιασε και το έκανε κτήμα του, ακριβώς όπως τα δημοτικά τραγούδια. Ο Λίνος Πολίτης στην εισαγωγή του σημειώνει μεταξύ άλλων και τα εξής: "Τον τραγουδούν σ' ένα είδος 'ρετσιτατίβο', που παραλλάζει ελαφρά στις διάφορες περιοχές, με την ίδια όμως πάνω κάτω μελωδική γραμμή που απλώνεται σε δυο δίστιχα. Ο σκοπός έχει πολύ αφηγηματικό χαρακτήρα, είναι όμως σαν να εκφράζει μαζί και κάποια θλίψη, που δεν ξέρεις να πεις αν είναι ο καημός του έρωτα, ο καημός των ταπεινών ανθρώπων ή ο καημός της σκλαβιάς και της Ρωμιοσύνης". Και στο σημείο αυτό έχει παραπομπή όπου παραθέτει με νότες (!) τη μελωδία, όπως την άκουσε το 1950 στο Ηράκλειο. Είναι, με μικρές διαφορές, η γνωστή μελωδική γραμμή στην οποία τραγουδάει ο Ξυλούρης τόσο στον "Ερωτόκριτο" του Χάλαρη, όσο και σε παλιότερες ηχογραφήσεις του.
Φυσικά οι στίχοι του Ερωτόκριτου έχουν τραγουδηθεί κατά καιρούς και με πάμπολλα άλλα μελωδικά σχήματα, παραδοσιακά αλλά και έντεχνα. Στον "Ερωτόκριτο", τον δίσκο του 1976, ο Χριστόδουλος Χάλαρης χρησιμοποιεί αρκετά παραδοσιακά μελωδικά μοτίβα για την απόδοση των διάφορων κομματιών. Εδώ ας πούμε ο θρήνος της Αρετούσας, μετά την είδηση του υποτιθέμενου θανάτου του αγαπημένου της, με μια άλλη, τελείως διαφορετική μελωδία, λυρική και μελαγχολική:
Αξιόλογες είναι και οι προσεγγίσεις του Ερωτόκριτου από νεώτερους μουσικούς, Κρητικούς και μη.
Αξιοσημείωτοι είναι οι τελευταίοι στίχοι του ποιήματος, όπου ο ποιητής αυτοπαρουσιάζεται στους αναγνώστες. Το πλέον διάσημο είναι το τελευταίο εξάστιχο, όμως στην ουσία πρόκειται για ένα κομμάτι 26 στίχων (Ε 1525-1550), όπου ο ποιητής μιλά για τον εαυτό του:
Κι εκείνον οπόυ κόπιασε, ας τον καληνωρίζου,κι ας συμπαθούν τα σφάλματα εκέινοι που γνωρίζου.
Εσίμωσε το ξύλο μου, το ράξιμο γυρεύγει,
ήρθε σ' ανάβαθα νερά και μπλιο δεν κιντυνεύγει.
Θωρώ τον ουρανό γελά,τη γης και καμαρώνει,
και σε λιμιώνα ανάπαψης ήραξε το τιμόνι.
Σ' βάθη πελάγου αρμένιζα, μα 'δα 'ρθα στο λιμιώνα,
Θωρώ πολλοί χαρήκασι κι εκουρφοκαμαρώσα,
κι όσοι κλουθούσα από μακρά, εδά κοντά σιμώνα.
Η γης εβγάνει τη βοή, ο αέρας και μουγκρίζει,
και μια βροντή στον ουρανό τσ' οχθρούς μου φοβερίζει,
εκείνους τους κακόγλωσσους, που ψέγουν ό,τι δούσι,
κι απόκει δεν κατέχουσε την Άλφα σκιάς να πούσι.
Θωρώ πολλούς και πεθυμού, κι έω το γροικημένα,
να μα΄θουν τις εκόπιασε εις τ' απανωγραμμένα,
κι εγώ δε θε να κουρφευτώ, κι αγνώριστο να μ' έχου,
μα θέλω να φανερωθώ λι όλοι να με κατέχου.
Βιτζέντζος είν’ ο ποιητής κι εις τη γενιά Κορνάρος,
που να βρεθή ακριμάτιστος, όντε τον πάρη ο Χάρος.
Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,
εκεί ’καμε κι εκόπιασε ετούτα που σας γράφει.
Στο Κάστρον επαντρεύτηκε σαν αρμηνεύγ' η φύση,
το τέλος του έχει να γενή όπου ο Θεός ορίση.
[Οι στίχοι θέλου διόρθωση και σάσμα όσο μπορούσι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου