3 Απριλίου 2024

Αγαπημένοι στιχουργοί στο ελληνικό τραγούδι (1): Μάνος Ελευθερίου

 


Το ελληνικό τραγούδι είναι μια τεράστια δεξαμενή που εκτός από πολλή και καλή μουσική περιέχει επίσης πολλή και καλή ποίηση. Ο στίχος στο ελληνικό τραγούδι είναι ένα κομμάτι ελαφρώς παραγνωρισμένο και οι στιχουργοί διαχρονικά ήταν στη σκιά των τραγουδιστών αλλά και των συνθετών. Κι όμως, ο στίχος στο τραγούδι είναι το ίδιο σημαντικός με τη μουσική και κάποιες φορές θα έλεγα ότι είναι και σημαντικότερος.
Μέσα σε όλον αυτό τον "ωκεανό" του ελληνικού τραγουδιού έχουν γραφτεί κατά καιρούς στιχουργικά αριστουργήματα, ποιήματα πραγματικά, που θα μπορούσαν άνετα να σταθούν αυθύπαρκτα σε ποιητικές συλλογές και σε ανθολογίες. Επειδή ο στίχος είναι ένα πράγμα που ανέκαθεν με ενδιέφερε και με μάγευε στο τραγούδι θα αφιερώσω μια σειρά από άρθρα στους πέντε-έξη πιο μεγάλους του είδους (κατά τα δικά μου πάντα γούστα).
Θα ξεκινήσω λοιπόν με αυτόν που "γνώρισα" χρονολογικά πρώτο και που μου έδωσε το ερέθισμα να ανακαλύψω και να αγαπήσω και τους υπόλοιπους αργότερα. Τα "Μαλαματένια λόγια" από τη "Θητεία" υπήρξε τραγούδι-σταθμός για μένα αφού με έβαλε, σε νεαρότατη ηλικία, στο κόσμο του καλού έντεχνου ελληνικού τραγουδιού και στον κόσμο του καλού, ποιοτικού στίχου. 
Το πρωτοάκουσα στο ραδιόφωνο όπως συνήθως συνέβαινε τότε. Μιλάμε για μια εποχή πού δεν υπήρχε διαδίκτυο, και που οι μόνοι τρόποι για να ακούσεις μουσική ήταν το ραδιόφωνο και ο δίσκος βινυλίου, άντε και καμιά "πειρατική" αντιγραμμένη κασέτα. Το τραγούδι με συνεπήρε με το πρώτο άκουσμα για την μελωδία του αλλά, κυρίως, για τα λόγια του, τα οποία φυσικά ήταν αδύνατον να απομνημονεύσω, και άρχισα να το ψάχνω μανιωδώς στα δισκάδικα. Την εποχή εκείνη όταν άκουγες ένα τραγούδι δεν ήταν αυτονόητο, όπως σήμερα, ότι μπορούσες να βρεις αυτομάτως ποιο είναι. Δεν υπήρχε διαδίκτυο να γκουγκλάρεις, δεν υπήρχαν σμαρτόφωνα με εφαρμογές φωνητικής αναγνώρισης και η μόνη πηγή πληροφόρησης ήταν το ίδιο το ραδιόφωνο, αν τύχαινε και ο παρουσιαστής έκανε αναφορά στον καλλιτέχνη και το τραγούδι. Διαφορετικά θα έπρεπε να κάνεις μαντεψιές για το ποιος τραγουδάει, ποιανού συνθέτη είναι, από ποιον δίσκο κλπ. 
Όταν πήρα στα χέρια μου τη "Θητεία" του Μαρκόπουλου ανοίχτηκε μπροστά μου ένας καινούργιος κόσμος μουσικής και στιχουργικής απόλαυσης. Είχαν προηγηθεί οι "Μετανάστες", επίσης του Μαρκόπουλου, σε στίχους του πολύ αξιόλογου θεατρικού συγγραφέα και στιχουργού Γιώργου Σκούρτη. Όμως στη "Θητεία" η ποίηση του Μάνου Ελευθερίου απογειώνει πραγματικά τα τραγούδια. Από τότε το όνομά του και η υπογραφή του έγιναν στο μυαλό μου συνώνυμα του καλού τραγουδιού και της υψηλής ποιητικής δημιουργίας. Χρησιμοποιώ επίτηδες την λέξη "ποιητικής" και όχι "στιχουργικής" γιατί για μένα οι στίχοι του Ελευθερίου και αρκετών ακόμα που έχουν δώσει το δικό τους στίγμα στο ελληνικό τραγούδι, είναι πραγματική ποίηση, εφάμιλλη, αν όχι ανώτερη, πολλών από τους μεγάλους ποιητές μας.

1 Μαρτίου 2024

Μενέλαος Λουντέμης, ο αγαπημένος συγγραφέας της εφηβείας μας: μια μικρή ατοτίμηση.

 

Είχα διαβάσει το "Ένα παιδί μετράει τ' άστρα", το πλέον γνωστό και αναγνωρίσιμο μυθιστόρημα του Λουντέμη στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια, όπως οι περισσότεροι έφηβοι και παιδιά της γενιάς μου. Τότε, τα πρώτα χρόνια μετά την μεταπολίτευση, ο Λουντέμης ήταν "must", κάτι σαν μόδα, όπως μόδα ήταν τότε πλήθος συγγραφείς, ποιητές, καλλιτέχνες και πνευματικοί άνθρωποι της ευρύτερης Αριστεράς, ειδικά όσων το έργο είχε κάποια, μικρή ή μεγαλύτερη, πολιτική χροιά. Βέβαια τα χρόνια εκείνα ο Λουντέμης έχαιρε μιας γενικότερης εκτίμησης και αναγνώρισης και απόδειξη τούτου είναι ότι οι άνθρωποι που μου είχαν κάνει τότε δώρο εκείνο το βιβλίο ούτε κατά διάνοια δεν ήταν αριστεροί. Επειδή για κάποιο λόγο εκείνο το βιβλίο έχει πια χαθεί από τη βιβλιοθήκη μου, το αναζήτησα σε κάποια φιλική βιβλιοθήκη, το βρήκα και το ξαναδιάβασα πριν από 2-3 χρόνια. Σε άλλη έκδοση βέβαια, νεότερη και σε μονοτονικό.

Ξαναθυμήθηκα λοιπόν, μετά από πολλά χρόνια τις περιπέτειες και την αγωνία του Μέλιου στο εξατάξιο Γυμνάσιο της Έδεσσας, κάπου στη δεκαετία του 1920. Αυτό "μ' έβαλε στα αίματα" να αναζητήσω και να διαβάσω και τα υπόλοιπα 3 μυθιστορήματα του Λουντέμη που αποτελούν τη λεγόμενη "τετραλογία του Μέλιου", αφού ουσιαστικά αφηγούνται την ίδια ιστορία σε συνέχειες: "Συννεφιάζει", "Αγέλαστη άνοιξη", "Κάτω από τα κάστρα της ελπίδας". Ολοκληρώνοντας πρόσφατα και το τελευταίο νομίζω πως είναι πλέον μια καλή στιγμή να γράψω δυο λόγια για το έργο του Λουντέμη.

3 Ιανουαρίου 2024

Η έκπτωση ενός "βασιλιά"


 Όχι, δεν μιλάω για κάποιον γαλαζοαίματο που έχασε ξαφνικά το θρόνο του. Απλώς, ο πρόσφατος θάνατος του Χρήστου Λέντζου, του ανθρώπου που συνέδεσε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον το όνομά του με τον φραπέ, μου έδωσε την αφορμή και το έναυσμα να γράψω κάτι για τον καφέ που για πολλά χρόνια ήταν ο αδιαφιλονίκητος "βασιλιάς" του καφέ στην Ελλάδα.

Ο φραπέ ή "φραπές" επί το λαϊκότερον, ξεκίνησε ως μια επινόηση του Δημήτρη Βακόνδιου το 1957 και για πολλά χρόνια κυριάρχησε στις προτιμήσεις των Ελλήνων, αρχικά ως καφές της νεολαίας και κατόπιν ως καφές των πάντων. Ουσιαστικά πρόκειται για μια παραλλαγή του ζεστού στιγμιαίου καφέ, του νες όπως έχει επικρατήσει να τον λέμε στην Ελλάδα (άλλη ενδιαφέρουσα ιστορία αυτή, πώς δηλαδή το όνομα μιας μάρκας καφέ ταυτίστηκε με το ίδιο το είδος).

Ο Βακόνδιος ήταν υπάλληλος της "Νεστλέ", της εταιρείας που είχε φέρει τον στιγμιαίο καφέ "νεσκαφέ" στην Ελλάδα. Το Σεπτέμβριο του 1957 στον χώρο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης θέλησε να φτιάξει έναν καφέ αλλά μη έχοντας πρόχειρο ζεστό νερό χτύπησε λίγο νεσκαφέ με κρύο νερό και ζάχαρη κι έτσι... γεννήθηκε ο φραπέ! Αυτός είναι και ο λόγος που η Θεσσαλονίκη θεωρείται η... γενέτειρα του φραπέ, και ο καφές αυτός έχει γίνει έμβλημα της πόλης μαζί με το κουλούρι Θεσσαλονίκης και τη μπουγάτσα.

Το νέο είδος καφέ διαδόθηκε αμέσως ταχύτατα μεταξύ της νεολαίας ενώ οι μεγαλύτερες ηλικίες, μαθημένες στον παραδοσιακό "ελληνικό" τον αντιμετώπισαν, όπως ήταν φυσικό, με δυσπιστία. ("Κρύος καφές με παγάκια που πίνεται με καλαμάκι; Μα είναι καφές αυτός;")

12 Οκτωβρίου 2023

"Ευδοκία": Ένα μυθικό ζεϊμπέκικο και μια ταινία-σταθμός του ελληνικού κινηματογράφου.

 


Ήθελα από καιρό να γράψω κάτι για την "Ευδοκία", την ιστορική (πλέον) ταινία του Αλέξη Δαμιανού, αλλά είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που την είχα παρακολουθήσει και η μνήμη χρειαζόταν ένα φρεσκάρισμα. Τις τελευταίες μέρες βρήκα λίγο χρόνο και έκατσα και την ξαναείδα ολόκληρη, κι έτσι προέκυψε αυτό το άρθρο.

Η ταινία υπάρχει ολόκληρη online εδώ.

Κατ' αρχάς ας ξεκινήσουμε από μια γενική διαπίστωση. Υπάρχουν δύο ξεχωριστά "φαινόμενα" για τα οποία μπορεί να μιλήσει κανείς όταν αναφέρεται στην "Ευδοκία": η ταινία αυτή καθ' εαυτή και το θρυλικό "Ζεϊμπέκικο" το επονομαζόμενο και "Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας". Κι αυτό επειδή το δεύτερο, από τα πρώτα κιόλας χρόνια έχει πλήρως "αυτονομηθεί", ακολουθώντας μια τελείως δική του και ανεξάρτητη πορεία. Ας τα δούμε λοιπόν χωριστά, ξεκινώντας όμως ανάποδα, με το μουσικό θέμα πρώτα και μετά με την ίδια την ταινία.

3 Οκτωβρίου 2023

Απ' τα πέντε μεσημέρια (Διήγημα)


 Είχα σκοπό να δημοσιεύσω ένα άρθρο-αφιέρωμα στο ποδόσφαιρο δρόμου των παιδικών μας χρόνων, σαν συνέχεια στο άρθρο "Τα παιδία παίζει (Τα παιχνίδια μιας άλλης εποχής-Μέρος 1). Θα ήταν ας πούμε το Μέρος-2 του παραπάνω άρθρου και θα παρουσίαζε το ποδόσφαιρο που παίζαμε μικροί στο δρόμο, ανάμεσα από σπίτια και παρκαρισμένα αυτοκίνητα.

Αντί αυτού προτίμησα να δημοσιεύσω σήμερα εδώ ένα διήγημα που έγραψα με παρόμοιο θέμα.

Το διήγημα που έχει τίτλο "Απ' τα πέντε μεσημέρια" δημοσιεύτηκε την Κυριακή 24 Σεπτέμβρη και στο πολύ καλό ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου.




ΑΠ’ ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΜΕΣΗΜΕΡΙΑ


“Απ’ τα πέντε μεσημέρια στην πλατεία” συνήθιζε να μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του ο Άλκης, μόλις η μεγάλη καμπάνα του Άη-Διονύση χτύπαγε πέντε. Συγχρόνως έψαχνε να βρει τα παπούτσια του, να πάρει μαζί του το μικρό του αδερφό και να κουτρουβαλήσουν παρέα τις σκάλες του σπιτιού για να βρεθούν στο δρόμο. Η φράση αυτή του είχε κολλήσει πριν από κάτι χρόνια, όταν “σταύρωνε” τη μάνα του, τα καλοκαιριάτικα απογεύματα, για να κατέβει να παίξει στη μικρή πλατεία που ήταν μπρος στο σπίτι τους. Κι εκείνη συνήθως του απαντούσε: “Είναι πολύ νωρίς ακόμα! Απ’ τα πέντε μεσημέρια στην πλατεία;”

Τώρα πια δεν έμεναν πάνω από την μικρή πλατεΐτσα, είχαν μετακομίσει τρία-τέσσερα τετράγωνα παρακάτω και ο “στίβος” του παιχνιδιού ήταν το μικρό δρομάκι που ξεκίναγε από τη γωνία της πολυκατοικίας, καμιά εκατοστή μέτρα όλο κι όλο. Όμως η φράση του είχε κολλήσει και του άρεσε να την επαναλαμβάνει.

Ο Άλκης δεν ήταν πια μικρός, μόλις είχε τελειώσει το Δημοτικό και από το Σεπτέμβριο θα πήγαινε στο Γυμνάσιο, άρα αυτόματα περνούσε στους “μεγάλους”. Μαζί με τον αδερφό του το Στέφανο, δυο χρόνια μικρότερο, έλιωναν τα παπούτσια τους στην άσφαλτο, παίζοντας μπάλα κυρίως, από νωρίς το απόγευμα μέχρι που σκοτείνιαζε. Παρέα τους πεντ’ έξι ακόμα αγόρια της γειτονιάς, έδιναν το ίδιο ραντεβού κάθε απόγευμα στο στενό δρομάκι για να χωριστούν σε δυο ομάδες και να ξεκινήσουν το παιχνίδι. Ο Σταμάτης (για τους φίλους “Τάκης”), που το σπίτι του ήταν ακριβώς πάνω στο δρομάκι, ήταν ο πιο βασικός και μόνιμος από την παρέα. Ένα μελαχρινό, γεροδεμένο αγόρι, ελαφρώς υπέρβαρο, που για το λόγο αυτό δεχόταν τα πειράγματα των υπολοίπων, αλλά που ήταν η ψυχή της παρέας. Ο Φώντας, λεπτοκαμωμένος σαν κοτσύφι, αλλά ασυναγώνιστος στο τρέξιμο και φοβερό πειραχτήρι. Ο Μιχάλης, ψηλός, με μακριά και λιγνά ποδάρια, που όταν έτρεχε έβαζε το κεφάλι κάτω και δρασκέλιζε το δρόμο σαν άλογο. Ο Φραγκίσκος, ένα μάλλον σοβαρό αγόρι με ίσια μαύρα μαλλιά, που μίλαγε μ’ ένα παχύ “σ” που έκανε τ’ άλλα παιδιά να βάζουν συχνά-πυκνά τα γέλια. Ο Γιάννης (ή “Τζίνος”), κοκκινομάλλης με φακίδες, κοντός και αεικίνητος, με Ιταλίδα μάνα (γι’ αυτό και το “Τζίνος”), “ήξερε καλή μπάλα”, όπως έλεγε ο Άλκης.

Κοντά σ’ αυτούς κολλούσαν περιστασιακά ο Βασίλης με τον Μίμη, δυο αδέρφια λιγάκι σνομπ, που έρχονταν κάποιες φορές στη γειτονιά για να παίξουν μαζί τους. Ο Άλκης έλεγε ότι έχουν “ψηλά τη μύτη” και δεν τους χώνευε, ειδικά τον μεγάλο που ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερός του, γιατί όσες φορές μπλέκονταν μαζί τους γίνονταν αιτία για καυγάδες.

Το κυρίως παιχνίδι τους ήτανε το ποδόσφαιρο. Αραιά και πού, όταν τύχαινε να περάσουν από την παρέα κάποια κορίτσια, συμμαθήτριες απ’ το σχολείο, σταματούσαν τα ποδοβολητά και τις ντρίμπλες και το γύριζαν σε κάτι πιο “κοριτσίστικο” (“τα μήλα” ας πούμε, ή κάποιο υποτυπώδες βόλεϊ). Κατά διαστήματα, όταν η τηλεόραση έδειχνε μεγάλες διοργανώσεις στίβου, τους έπιανε μανία με το στίβο και έπαιζαν “Ολυμπιακούς Αγώνες”. Αλλά αυτά ήταν οι εξαιρέσεις, τα μικρά διαλείμματα. Το κυρίως παιχνίδι ήταν όπως είπαμε το ποδόσφαιρο.

Όμως τι ποδόσφαιρο… Ένα ποδόσφαιρο δρόμου δικής τους επινόησης, ένα “street football” σχεδόν χωρίς κανόνες. Γήπεδο φυσικά ο δρόμος. Το ρόλο των γκολπόστ έπαιζαν από τη μια μεριά η άκρη του πεζοδρομίου και από την άλλη κάποια μεγάλη πέτρα που έστηναν και που παρίστανε το δοκάρι. Πλάγιες γραμμές δεν υπήρχαν. Οι τοίχοι και οι μάντρες των σπιτιών ήταν τα φυσικά όρια του “γηπέδου” και το παιχνίδι συνεχιζόταν κανονικά όταν η μπάλα χτύπαγε πάνω τους.

Το παιχνίδι ήτανε “μονότερμα” ή “μονό” όπως το έλεγαν, που σημαίνει ότι υπήρχε μόνο ένα τέρμα και οι δύο ομάδες έβαζαν γκολ σ’ αυτό. Ο τερματοφύλακας ήταν το πιο αμφιλεγόμενο πρόσωπο του παιχνιδιού. Τυχερός και άτυχος μαζί. Τυχερός μεν γιατί δεν πολυσκοτιζότανε για το παιχνίδι, αραχτός όπως ήτανε στο τέρμα του, άτυχος δε γιατί τα άκουγε απ’ όλους. Και οι δυο ομάδες τον κατηγορούσανε για “πουλημένο”. Ότι “έπνιγε” τα γκολ των αντιπάλων (τα άφηνε δηλαδή επίτηδες και έμπαιναν) ενώ στα δικά τους σουτ γινόταν αυτομάτως Γκόρντον Μπανκς ή Σεπ Μάγιερ!

Αγαπημένοι στιχουργοί στο ελληνικό τραγούδι (1): Μάνος Ελευθερίου

  Το ελληνικό τραγούδι είναι μια τεράστια δεξαμενή που εκτός από πολλή και καλή μουσική περιέχει επίσης πολλή και καλή ποίηση. Ο στίχος στο ...